Pegasi Association of writers, poets and artists
Anthology - Antologji
Home
Antologji Poetike"KORSI E HAPUR" 1
Anthology - Antologji
English Anthology
Prezantim i krijuesve - introduction of authors.
Lidhja e krijuesve "Pegasi" Dega Permet"
Vlerėsime- Evaluations
interviews
simpozium-symposium
konkurse- competitions
Media
Contact Me

Anthology “Korsi e Hapur
” in Greek Language

“Pegasi” – “Xasteron”

 

Janar 1999

NJĖ OAZ KULTUROR LIDHJA E KRIJUESVE “PEGASI” GJIROKASTŹR

,ALBANIA

SHKRIMI ėshtė marrė nga gazeta “EUROELLINIKI”, mars 1999 e publicistit dhe shkrimtarit Evthimjo Haxiioannou,drejtor dhe botues i kėsaj gazete, e cila publikohej nė 28 shtete tė Evropės si dhe boues nė shtėpinė botuese “ATTIKA ΓΡAMMATA”,. Substrati  i kėtij shkrimi, nė sintezė, tregon veprimtaritė plot nerv tė Lidhjes sonė, duke fokusuar prezantimin e  romanit :”Jetė lakuriq” i shkrimtarit tė dėgjuar  grek, Nikos Athanasiadhi,pėrkthyer nga frėngjishtja nga pėrkthyesi i talentuar gjirokstrit Leonard Mero. Nė kėtė veprimtari morėn pjesė shumė njerėz tė artit, kulturės, shkrimtarė e poetė nga gjithė Jugu si dhe nga Tirana. Nderoi me pjesėmarrjene tij dhe djali i shkrimtarit, Apostolos Athanasiadhi. Kjo veprimtari tregoi, parasėgjithash, se nė Gjirokastėr tashmė ishte krijuar njė lidhje me njė konceptim interesant :”Pėr njė Letėrsi Ndryshe”qė mė vonė u bė dhe “logo” e lėvizjeve protagoniste nė Shqipėri….   

 

ΜΙΑ ΟΑΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ‘ΠΗΓΑΣΟΣ» ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟΥ

 

Μεγάλη λογοτεχνική εκδήλωση για το έργο του Νίκου Αθανασιάδη

 

Έντονη πολιτιστική και επιμορφωτική δραστηριότητα αναπτύσσει ο νεοσυσταθείς λογοτεχνικός σύλλογος «Πήγασος», που εδρεύει στο Αργυρόκαστρο και περιλαμβάνει στις    τάξεις του αξιόλογους ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών από όλη τη Νότια Αλβανία. Με επιρροή στην Ελληνική Μειονότητα αλλά και με την αναγνώριση όλου του πνευματικού κόσμου της Αλβανίας, ο «Πήγασος»,  που διατηρεί παραρτήματα σε διάφορες πόλεις της γειτονικής  χώρας, αλλά και στην Αθήνα, καταβάλει σημαντικές προσπάθειες στον τομέα της πολιτιστικής  ανάπτυξης της περιοχής του και ιδιαίτερα στην διάδοση της λογοτεχνίας, αλλά  και στην ανάδειξη νέων ταλαντούχων συγγραφέων και ποιητών. Στα πλαίσια του δημιουργικού αυτού έργου του, ο Λογοτεχνικός Σύλλογος του Αργυροκάστρου διοργάνωσε στην πόλη του μεγάλη μορφωτική εκδήλωση, αφιερωμένη στην ζωή και  το έργο του γνωστού Έλληνα Λογοτέχνη  Νίκου Αθανασιάδη(1904-1992),με την ευκαιρία της μετάφρασης στα αλβανικά και κυκλοφορίας του βιβλίου του, με τίτλο  «Το γυμνό κορίτσι» στην Αλβανία. Το έργο αυτό έχει μεταφραστεί ήδη σε έξι γλώσσες και έχει τύχει παγκόσμιας  αναγνωρίσεως.

Το πρόγραμμα της εκδήλωσης περιελάμβανε μεταξύ των άλλων παρουσίαση του έργου στα ελληνικά και στα αλβανικά, χαιρετισμού και ομιλία του Προέδρου του Συλλόγου «Πήγασος»και λογοτέχνη Χρηστάκη Σαμπάνη, ανάγνωση αποσπασμάτων του έργου από λογοτέχνες και μέλη

 του Συλλόγου Ανδρομάχη Πούλα, Ελένη Μπίτση, Ύλκα Λίγκου κ.α., ομιλία του γιου  του εκλιπόντος συγγραφέα, Απόστολου Αθανασιάδη, που ήρθε από την Αθήνα για να τιμήσει με την παρουσία του την εκδήλωση και ανοιχτή συζήτηση. Στην  εκδήλωση παρευρέθησαν επίσης πολλοί λογοτέχνες, διανοούμενοι, πανεπιστημιακοί, εκπρόσωποι τον τοπικών Αρχών, των οργάνων Ελληνικού Προξενείου Αργυροκάστρου, δημοσιογράφοι και εφημερίδες και ραδιοτηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης και πλήθος κόσμου.  Εξάλλου , σε ειδική εκδήλωση, που

πραγματοποιήθηκε στα Τίρανα, έγινε η παρουσίαση του βιβλίου με τίτλο «Ο άνθρωπος των συνόρων», το οποίο αναφέρεται στην βιογραφία του 85/ χρονου σήμερα. Έλληνα εκδότη Χρήστο Γιοβάνη, που κατάγεται από τους  Γεωργουσάτες και έχει διαπρέψει  στον ελληνικό χώρο του βιβλίου, σαν δημιουργός του ομώνυμου μεγάλου εκδοτικού οίκου (εκδόσεις  Γιοβάνη).

Το βιβλίο αυτό έχει μεταφραστεί στα αλβανικά από τον καθηγητή Άλφρεντ Ούτσι.

ΕΥΡΩΕΛΛΗΝΙΚΗ  Ε.ΧΑΤΖΗΪΩΑΝΝΟΥ

 

“Pegasi”

 

Λογοτεχνικός σύλλογος στο Αργυρόκαστρο της Αλβανίας παίζει μεγάλο ρόλο στο πεδίο της λογοτεχνικής δημιουργίας, συγκεντρώνοντας γύρω του πολλά ελπιδοφόρα ταλέντα και που αγωνίζεται για μια καθολική ανταλλαγή πολιτιστικών αξιών στον εν λόγω  τομέα. Μέλη του Πεγασι συνεχίζουν τη συγγραφική δράση και στην Ελλάδα, εκδίδοντας βιβλία τους και στα ελληνικά.

Πρόεδρος της “PEGASI”

Χριστάκης Σιαμπάνης συγγραφέας, ποιητής

 

«Η ποίηση είναι η ψυχή. Αυτή είμαι εγώ!

Αξιότιμη Κυρία…

                                  Ω

Η,  ψυχή μου λέει να σας αποκαλέσω: «ΑΔΕΡΦΙ ΜΟΥ!»

Σας χαιρετώ εγκάρδια για της ιδέες, τις σκέψεις, τις προσπάθειες, τις επιτεύξεις σας, τα σχέδιά σας, στον όμορφο δρόμο της Τέχνης. Επωφελούμε της ευκαιρίας να σας ευχαριστήσω για την αξιοποίηση των δημιουργημάτων μου, μ’ όλα τα περιοριστικά κενά, Άλλωστε αυτό ταυτόχρονα προβάλλει και τις ικανότητές σας σαν αναλυτής. Λένε, ότι η περίπτωση είναι ο βασιλιάς του κόσμου. Λες, ότι και ένα χορταράκι κουνιέται χωρίς άδεια;! Ήταν θεού θέληση, που εκείνο που ήρθε, αυτή η στιγμή,  είναι η ευλογία του, ότι εμείς  θα συνεργαστούμε, όσο πιο πολύ στο μέλλον. Τώρα σας στέλνω αυτά τα τέσσερα  βιβλία, με μια σιωπηλή παρουσίαση, γιατί εσείς δυστυχώς, δεν μπορείτε να τα διαβάσετε στη γλώσσα μου. Στο τόπο μου, όπως και σε σας, πολλοί αρμαθιάζουν λέξεις, μερικοί γράφουν, άλλοι γράφουν και σβήνουν, λίγοι όμως έχουν πένα δυνατή και πιο λίγοι είναι πένα – πινέλο.

Ο ενθουσιασμός του δημιουργού δε  λείπει σε κανέναν. Τα αναμαλλιάσματα ξεπερνούν και το γνωμικό του Βίκτωρ Ουγκώ, που τον ρώτησαν: «Ποιος ήταν ο πρώτος στην Γαλλία;  Αυτός απάντησε: «Ο δεύτερος είναι ο Λαμαρτίνος».

Ποιος παραξενεύεται σήμερα όταν πολλοί μικράνθρωποι λένε:» «ΕΓΩ, ΕΓΩ»…. (Εγώ ο Ναπολέων!)

Για τον εαυτόν μου λέω: «Αν είμαι ικανός,  με κάνει ο Θεός».

Ο προφήτης είπε: «ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ Ο ΘΕΟΣ;»

Για τον εαυτόν μου λέω: «Η ποίηση είναι η ψυχή. Αυτή είμαι εγώ!

Για τον εαυτόν  μου λέω: «Δεν είμαι , ο Άγιος Πέτρος.

                                Αλλά ο ποιητής Πέτρος.

                                Δεν είμαι σαν Ανταίος,

                              αλλά σαν ο Άγιος Πέτρος.

Για τον εαυτόν μου λέω: «Δεν είμαι κερί, αλλά ηλιακή φουρτούνα.

                              Φωτίζω,

                              Ζεματώ,

                             στο ανθρώπινο λυκόφως.

Αξιότιμη αδερφή! Μαζί με τον κύριο Χρηστάκη Σιαμπάνη, ποιητή, συγγραφέα, μια δυναμική, μια διαμαντένια πένα με το στιλ του στην Τέχνη (είναι Πρόεδρος του Λογοτεχνικού Συλλόγου «Ρ…..) θα προσπαθήσουμε πιο πολύ και να  συνεργαστούμε περισσότερο.

Εγώ προς το παρόν διαμένω στα Τίρανα, έχω και ένα σπίτι στο Αργυρόκαστρο, όπου πηγαίνω συχνά. Μου ταιριάζει ο λόγος του Άγιου Παύλου: « Όλα μου λείπουν και έχω το καθετί που μου χρειάζεται».

Ελπίζω για μια πιο στενή συνεργασία. Οι ποιητές αν και δεν μπορούν να μιλάνε μεταξύ τους με τη μητρική τους γλώσσα ή με τη γλώσσα της ανάγκης, μιλάνε με τη γλώσσα της καρδίας. Και τι χρειάζονται οι μεσολαβητές;…Τον μονόλογό μου στα ελληνικά, τον έχει εναρμονίσει ο κύριος Κώστας Γκατζώνης, μεταφραστής και αξιόλογος επεξεργοστής. Ο κύριος Κώστας μου έχει μεταφράσει στα ελληνικά το ποίημά μου: «Δεν ξέρει ο άνθρωπος τι να κάνει με τη γνώμη».

Στην Αθήνα που έχω μεταναστεύσει για λίγο καιρό, το τυπογραφείο το έκδωσε σαν τετραδάκι ψαλιδεμένο. Από μέσα μου, η ψυχή μου λέει πολλά. Σας το στέλνω. ΑΔΕΡΦΗ ΜΟΥ! Το έργο που σας στέλνω, μου βγήκε απ’ την ψυχή μου. Από το κ. Σιαμπάνι πληροφορήθηκα κάπως επιφανειακά, αλλά μου άφησε πολλές εντυπώσεις. Μηπως τάχα το παράκανα; Σας ζητώ συγγνώμη χίλιες φορές. Δεν ήμουν σε θέση να σταματούσα τα κύματα της πικραμένες καρδιάς. Ίσως κι εσείς έτσι θα κάνατε ανάλογες περιπτώσεις. Νιώθω τον  εαυτόν μου δυο φορές κοντά σας.

Περιμένοντας την απάντησή σας,  ακόμα μια φορά σας χαιρετώ με πολύ ειλικρίνεια.

Με βαθύ σεβασμό

Καβαλιέρος Πέτρο Ντούντη) Αργυρόκαστρο

 

Πέτρο Ντούντη, Αργυροκαστρο (Τίρανα)

 

Aτο τ’ αστέρι είναι ο γιος μου

Αφιερωμένω στην ποιήτρια Καλαχάνη

 

Κι  η Ζωή είν’ σαν το ρέμα,

ρέει και δε γυρίζει πια.

Οι θύμισες, φτεροκόπημα τ’ αέρα,

 πάνε κι έρχονται στα πεταχτά.

Γλυκόνερα  τα ποτάμια τρέχουν,

Η θάλασσα μένει πάντα αλμυρή,

τα χρόνια της Ζωής μας φεύγουν,

οι ελπίδες μάταιες, πικροί οι καημοί.

Τα μάτια μισόκλειστα, όλο καταχνιά,

τα χείλη ψιθυρίζουνε άτεχνα:

-                      Παναγιώτη, γιε μου, δε σε βλέπω πια:!…

 -    Παναγιώτη, μου ‘φυγες παντοτινά!…

Πως μου’ φυγε ο Παναγιώτης,

τόσο γρήγορα και τόσο ξαφνικά;

Κεραυνοβολημένη τώρα,

Χαροκαμένη, στέκω εκστατικά.

Πως μου’ φύγε ο Παναγιώτης,

Εγώ η Ερμή εδώ ακόμα μένω;!

Πώς μου ‘φυγε τ’ ακριβό μου,

Εγώ ακόμα ζω, αυτό κάπου είναι κρυμμένο;!

Θεέ μου, που λάμπεις αυτού ψιλά,

Εσύ με βλέπεις από μακριά.

Ένα για το γιο μου, ένα για την ΤΕΧΝΗ,

Στην ψυχή μου έχω ανάψει δυο κεριά.

Την πίστη μου δεν έχασαν ποτέ, Εγώ θρηνώ,

Μα τι   να πω, δεν ξέρω, ω Θεέ,

ξέρω, ο γιος μου ειν’ στον Ουρανό,

μα είμαι μάνα και κλαίω με οϊμέ!

Τάχα ποιος σαν η μάνα νιώθει,

Τι είναι το παιδί για μια μάνα γλυκιά!

Τριαντάφυλλο που μπουμπουκιάζει

μεγαλωμένο μέσα σε μια καρδιά.

Έμπαινε ο γιος μέσα στο σπίτι,

έμπαινε ο ήλιος κι έλαμπε κάθε μεριά,

ποιος  άλλος  είχε την ομορφιά του,

τη φλογερή ψυχή και μάλομα καρδιά.

Τη νύχτα βγαίνω έξω, μοναξιά,

βλέπω, ένα αστέρι κάπου μακ

-Να, λέω, ο γιος μου είναι αυτό,

τα χείλη μου τρέμουν, τα δάκρια άτεχνα.

Τ’ αστέρι λάμπει, τρεμοφέγγει,

ένα δάκρυ κυλάει κι όλο τρέμει,

Δυο κεριά στην ψυχή μου έχω ανάψει

Σώα για το γιο μου, Σώα για την ΤΕΧΝΗ.

 

1. Ανδρομάχη Β. Πούλα Αργυρόκαστρο ( Δρόπολη)

Άσε με

Μη μου στερείς 

ο, τι αγαπάω,

ο, τι ζητάω

για ο, τι ζω!

Άσ’ τη ζωή

είναι δικιά μου,

ειν’ η καρδιά μου,

είμαι εγώ!

 

Γράψε

Αν την αγαπάς

απόδειξέ το,

κι αν γι’ αυτή

πεθαίνεις,

πάνω στο χώμα της,

με το ζεστό σου

 αίμα

γράψε:

«Πατρίδα σ’ αγαπώ!»

 

Δίλημμα

Ξυπνάς, εκεί,

που ο ήλιος αρνείται να βγει,

Γελάς εκεί που η χαρά γίνεται φόβος…

πατάς στην γη

όταν όλοι άσκοπα πετούν,

γεννάς ζωή,

εκεί που όλοι

δεν θέλουν να ζουν.

2. Δημήτρη Μήτη, Πρεμετή

 

«Θα της πω»!

Καρποφόρησε η μηλιά φέτος

για πρώτη φορά, τρία όμορφα μήλα,

τα τρία εξαίρετα διαλεχτά.

Κι εμείς στο σπίτι είμαστε μια τριάδα

(εγώ,  η γυναίκα μου, ο γιος μου,

η κόρη στην Ελλάδα).

Να πούθε  τα ’μαθε  αυτή για τη μηλιά;!

‘Του χρόνου,  τρώγοντας το μήλο, -

λέει το παιδί, θα πω, της μηλιάς,

να κάνει κι ένα για την αδερφή!»

 

Φτάνουν κι αρκούν

Θα  φωνάζω, αδιάκοπα, μέρα και νύχτα,

να χτυπούν δυνατά οι καμπάνες,

να φύγουν από γύρω μας,  χωρίς άλλο τα Κόμματα

Φτάνουν, αρκούν… οι πουτάνες!

 

3. Γιώργο Τέλιο, Αργυρόκαστρο

 

Πείτε μου!

Πείτε μου, σας παρακαλώ:

«Η φουρτούνα έρχεται σε μας,

Ή εμείς στη φουρτούνα πάμε;»…

 

Ποτέ

Αγαπώ τους βράχους, αγαπώ τα βουνά,

τις ομορφιές,, τον αέρα όλο γεια.

Αγαπώ τον τόπο και το χωριό

 το σπίτι που έριξα μπόι.

Να τα’ αρνηθώ ποτέ δε μπορώ,

αλλιώς κάνω…χαλάστρα…

Οι πόθοι ( μ’ όσο ξέρω εγώ)

δεν κρεμιούνται στην κρεμάστρα…

 

 

 

 

ΤΡΙΚΛΙΣΜΑ     +

 

‘Εστω και για λίγο να με νιώσατε καλά,

Εσείς, καλαμαράδες, στις καρέκλες!...

Δεν φταίω σε τίποτε, χωρίς αιτία καμιά,

Κι ούτε κυνικές ειρωνίες να μου λέτε...

 

‘Εστω και για λίγο να μ’έχετε γνωρίσει,

Θ’ανοίγατε τις βεράντες της καρδιάς.

Τη ντελικάτη μου ψυχή δε θα, χετε σπάσει

Μ’ολες εκείνες τις τρικλοποδιές σαν τραγουδάς...

 

Μήπως, τάχα, μαργαριτάρια θέλατε από μένα;

Μια ζεστασιά περίμενα από σας.

Να νιώθατε στις φλέβες τους σουγμούς μού,

Να βρίσκατε σε μένα μια «αθρακιά»...

 

Μια αθρακιά που καιγόταν μόνη,

Μη μπορώντας να δώσει σ’άλους ζεστασιά.

Σε λίγι «τέλειωνα» σαν ένα κερί,

Αν γύρο μου «ΑΈΡΑΣ» ‘άλλος δεν φυσά...

 

Στα τρικλίσματα που είχα στο δρόμο,

Δεν διαφέρουν απ ‘της καρδιάς το μολύβι.

Μες στην πικράδα βρήκα τον εαυτόν μου.

Γι αυτό και φίλος της ζωής μου βρήκα το τραγούδι.

 

 

 

 

+ ΑΛΒΑΝΙΑ – ΠΟΝΟΣ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ!

 

Φτώχια - σκασμένα χείλη,

Με ψυχή εξαντλησμένη – σκλαβιάς...

Δυο χιλιόχρονα έχουν φύγει

Χειμονιάτικα όλα – μετά βιας...

 

Είκοσι αιώνες να σε βλάψουν δεν μπορόύν.

Δυο χιλιάδες πληγιές, ρεύματα υφαιστείων.

Με αίμα – γραμμένη η ιστορία, προσπαθούν,

ΑΛΒΑΝΙΑ – ΠΟΝΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ!

 

 

+ ΗΣΟΥΝ ΕΣΥ!

 

‘Ενα σινιάλο που τρεμοφέγγει

μου έλαμψε μια στιγμή στα μάτια.

Μια συζήτηση, στα μισά,

τα χείλη μου κάνει κομμάτια...

‘Ενα λεπτό τραγουδάκι μ’εκανε κάτι να νιώσω.

‘Ενα όνειρο ή ένας Άγγελος

μπροστά μου’ βγαίνει, γιατί,

‘Ησουν ΕΣΥ...

 

+ ΠΟΤΈ

 

Τα βουνά τα θέλω και τους βράχους,

Τον καθαρόν αέρα, τους όμορφους τόπους.

 

Τη θέλω τα επαργία,  το  χωριό,

Το  σπίτι   που     μεγάλωσα  και περπατώ.

 

Ποτέ δεν μπορώ να τ’αρνηθώ,

Αλλιώς κάνω...ζημιά...

 

Οι επιθυμίες (μ’όσο ξέρω εγώ)

Στο κρεμαστάρι δεν κεμιέται καμιά...

 

 

 

 

4. Λουλιέτα Τσιατσίου, Αργυρόκαστρο

 

«Λίγη  Αγάπη»

Στην αγκαλιά του καιρού

εγείραμε,

Αμίλητοι κλέβουμε

 λίγη χαρά,

Είναι ένα παιχνίδι

το πιο καλό,

κι όμως, όλοι λέμε

«φίλμ» παίζουμε.

 

 5. Λιούμο Κολέσι, Πρεμετή

*  * *

Μια λέξη ανείπωτη ως τώρα ζητώ,

η κούραση σε  στέλνει σε χώρα μακρινή.

Γλυκιά υποψία την καρδιά ταλαιπωρεί,

Φωτιά παγερή, χιονιά καυτερή.

Πηγή που τη δίψα αυξάνει πολύ,

καταρράκτης που  δραμματίζεται

λάμπει ως πέρα,

χειμώνας στα φύλλα

που πέφτουν ανθοβολεί,

τ’ απρόσιτο που γίνεται χειροπιαστό μι μέρα

 

Αυτοί οι γέροντες

Αυτοί οι γέροντες βγαίνουν συχνά,

σαν παιδιά, το λιόφωτο χαίρονται,

και κάθονται σ’ απάνεμα μέρη.

Την ίσκα πιάνουν, τα τσιμπούκια ανάβουν,

και ξεχνιούνται σ’ ατέλειωτο  κουβεντολόι.

Κάθε μέρα θα κάνουν κι ένα δρόμο πιο πέρα,

 δοκιμάζουν τα πόδια τους εν ονόματι τις ζωής.

 

6. Κόντι Ηλία, Πρεμετή (Τίρανα)

 

Σου χάρισα ένα φιλί

Η νύχτα σου χάρισε το παρθένο φεγγάρι,

ο ήλιος ακτίνες φωτός,

η βροχή τα ρέματα,

Η θάλασσα τα κύματα,

Η παραλία την θάλασσα,

ο θεός την ειρήνη,

Εγώ ένα φίλημα  και σεισμός έχει γίνει.

 

7. Καστριότ Χαντέρι, Τεπελένι

Στιγμές

 

Όλους σας έχω στην καρδιά μου,

γιατί είστε τόσο καλοί, 

σαν κλαίμε μαζί τον πόνο μας,

μοιάζω με λεύτερο πουλί.

 

Αχ, του χωρισμού η στιγμή,

ένα δάκρυ κυλάει ζεστό,

πόσες φορές που’ χει συμβεί,

δεν τα’ χα εύκολο κι αυτό.

 

8. Μιρέλα  Ντούντη Αργυρόκαστρο

 

Μια ερώτηση

Ψηλά στ’ αστέρια ανάμεσα

είσαι εσύ,

Άγγελος, που για μένα

κάθεσαι ξύπνιος,

γιατί τάχα τώρα κλειστά

τα μάτια κρατάς;

Σε ποια άκρη τ’ ουρανού

με ξεχνάς;

Δυο

Δυο χείλη που φιλιούνται,

δυο μάτια που το’ να κοιτάζει τ’ άλλο,

δυο καρδίες που με άγχος συζητούν,

Κι ανάμεσα  τους ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ.

 

10. Χαντέρ Μεβλιάνι, Αργυρόκαστρο

 

Κόντρα στο ρέμα

Η σκλαβιά είναι έντιμη,

σ’ αναγκάζει να κάνεις θυσίες,

σε κάνει να σκεφτείς,

σε βασανίζει, σου προκαλεί πικρίες,…

Ενώ η λευτεριά

σε κάνει ευτυχισμένον

με τα αχόρταγα καλά ατιμίες της,

νομίμως τίμιες…

ΣΤΟΠ!…

 

11. Γιαννάκη Γιάννο, Κλεισούρα, Πρεμετή.

 

Αντίδραση

Είπαν σ’ ένα μορφονιό:

«Ξέρεις; κι η βάτος βγάζει λουλούδια.»

Κι ο μορφονιός σκέφτηκε λίγο και ρωτά:

«Μα ποιος την εμποδίζει, ποιος τη σταματά;

Ακούει η βάτος κι απ’ το σεβντά της

ανθίζει απ τις ρίζες ως τα  κλαδιά της.

 

12. Δούρατα Θεμέλι, Τίρανα

 

Το Σύνορο της ελπίδας

Έφυγες,… έφυγες,

Το κεφάλι σου δε γύρισες πίσω

Την καρδιά μου την έχεις  παρατήσει

 ή….την έχεις αρπάζει;

Έφυγες

Όμώς δε χάνω την ελπίδα

μια που το φως των ματιών σου,

μ’ ακολουθούν σαν ηλιαχτίδα.

 

13. Ενκελέϊδα Φέιζο, Τίρανα

 

Από καιρό βαδίζει προς τα πίσω

Από καιρό η καρδιά μου γρήγορα χτυπά,

 ακόμα τ’ όνειρά μου δεν το είδα,

ο καιρός πάντα αλλάζει και περνά,

από καιρό βαδίζει προς το πίσω.

 

Μια γυναίκα είναι

 

Μια γυναίκα είναι σαν ένας κύκνος,

Μια γυναίκα που σα χέλι γλιστράει,

 Μια γυναίκα σα μια βαθιά σπηλιά,

γι άσπρο ψωμί αυτή είναι μαγιά. 

14. Χαρίλα Μίχο, Αργυρόκαστρο

 

Καλοσύνες κι ένα λάθος

Να είναι καλός

στον κόσμο τούτο,

πρέπει να κάνεις πολλές καλοσύνες,

Ένα  λάθος, που κι αυτό δεν το’ χεις σκεφτεί

Γίνεσαι κακός και με πολλές κακίες…

15. Πασκάλ Ζώτο, Πρεμετή

 

Η αγάπη μοναχά

Στ’ όνειρό μου σε βλέπω,

σαν είμαστε νέοι και αλλάζαμε φιλιά,

Όλος ο κόσμος ήταν μόνο εγώ κι εσύ

Όπως ήταν το ζευγάρι η Εύα κι Αδάμ.

Η αγάπη όλα τα ενώνει

πόνο, χαρά, παράδεισο και κόλαση,

αυτή σαν ήλιος, χωρίς φωνή

τον χειμώνα γυρίζει σ’ άνοιξη.

 

16.Ασίμ Πέτα, Αργυρόκαστρο

 

Πανόραμα

Στην πλέρια ησυχία

ένα πούλι ζητά φωλιά,

 ένα ζευγάρι ερωτευμένο

«προχωρεί» στον πλανήτη της χαράς…

Το φεγγάρι δωρεί κρυμμένο στ’ αστέρια…

Τ’ αγκάλιασμα αυξάνει τα αστράμματα

 στο «σέρτικο» ουρανό.

Μα το φιλί τι μας φέρνει;

 

17. Μέτε Πέτσι Αργυρόκαστρο(Κρήτη)

Αμανάτι

 

Σ’ ένα φύλλο χαρτί,

στίχους γράφω, γιατί,

μη τυχόν με ξεχάσουν

εμέ κι αυτά που τους γράφω.

Κι όταν  θα’ χουν τα χάλια τους

ας τα πετάξουν πέρα!

 

18. Νερτήλα Νάστο, Πρεμετή

 

Μισώ

Τη μονότονη ζωή τη μισό

Στις διαβολιές πνιγμένη,

που το ψέμα κερδίζει

 και το δίκιο την  αξία του χάνει.

 

19. Φρωσίνα Δήμα Αργυρόκαστρο

 

Γιατί;

Την πρώτη μου νιότη μου έκλεψαν, 

μ’ άρπαξαν τη χαρά,

τη λευτεριά μ’  αφαίρεσαν,

το λόγο, τη σκέψη, τα Όνειρα.

Στους δρόμους της ζωής με βάσανα

τη νιότη μου έχασα.

 Κουράστηκα, της στερήσεις δεν τις αντέχω,

με τα σημάδια, το ίδιο…

Ο πόνος  μ’ απήγαγε όμηρο.

Αυτή  η αδικία μ’ εξοργίζει!…

                            

                             Συμπέρασμα

 

                             Η λύπη είναι η χαρά

                             και το τραγούδι κλάμα!…

                            Η θλίψη- αιώνιο αίσθημα,                           

                            κι ευτυχία  ένα έξυπνο τέχνασμα!

 

20., Αγκρόν Σιέλιε, Πρεμετή

 

ΑΓΚΡΟΝ ΣΙΕΛΙΕ

 

 συγγραφέας και ποιτητής

 

Eκδότης των ρομάντσων «Τα βήμα της Κλάρας»,

 «Πέρα απ’την κουρτίνα γκρί», βραβευμένος με το πρώτο βραβείο στο είδος των ρομάντσων, που έχει οργανώσει ο Σύνδεσμος «PEGASI» το έτος 2005, «Η ψεύτικη εικόνα».

Τα ποιήματα έχουν παρθεί από τον ποιτικό τόμο :

«Αθώο θέαμα, μεταφρασμένα στα ελληνικά (περιοδικό «ΚΕΛΕΝΩ» της Ένωσης Ποηττών και Συγγραφέων «ΞΑΣΤΕΡΟΝ-ΖΑΛΟΝΗ», στα ιταλικά “Αrtista a Confronto” και στα αγγλικά.

Ο Αγκρόν Σιέλιε είναι Αντ/πρόεδρος Συνδέσμου του Δημιουργών «PEGASI” και πρόεδρος αυτού του τμήματος στην Πρεμετή. Μέλος των Συγγραφέων της Αλβανίας, του Συνδέσμου των Σύγχρωνων ποιητών  W.P.S.,κέρδι  το μετάλλιο στο Συνέδριο της Ένωσης των Συγγραφέων του Κόσμου, Αθήνα, Απρίλης 2007 και παρουσιάζεται με ποιήματα από τον κύκλο «Αθώο θέαμα».

 

ΜΟΥΣΑ ΜΟΥ

 

Μούσα μου!

Τι ομορφιές κρύβεις μέσα

στο  σούρουπο;

Τι όνειρα ξανάζησες πέρα

στο ξέφωτο;

Τι τραγούδια τραγούδησες

στα γκρεμισμένα βάραθρα;

Τι ακτίνες ζητάς σαν

αρχίζει το βράβιασμα;

Μούσα μου!

Στέκομαι στην κορυφή στα κατσάβραχα

τα σιωπηλά,

την σιωπή αναταράζω που

στους αιώνες δεν είχε μιλιά.

Παντού βλέπω τη Δύση

γερασμένη,

και πανταχου δε λείπει η χαραυγή

 αναζωογονημένη.

Μούσα μου!

Τα χρόνια και τα γκρίζα μαλλιά,

 σαν τούφες σκληρές,

 ασπρίζουν κάτω από κρυμμένες

 καταχνιές.

Η λαξεμένη ψυχή από την ξερακιανή πένα,

Τρέμει, ξεσχίζεται πέρα

στα βάθη της ψυχής.

Μούσα μου!

Μήπως ήρθες σαν κατάρα

μες στις φλέβες,

Ή είναι παιχνίδι που παίζεται μ’αντράλα;!

Βλέπω της κοπελιάς τα μάτια

μέσα σου κρυμμένα

και τ’αλλαγμένο δάκρυ

 σε σμαράγδι.

Μούσα μου!

Σαν άγιο πνεύμα ωθείς

 στη λησμονιά,

 γιατί ποιητές ξημερώσαμε

στην πρωινή φεγγοβολιά.

Με άμυαλα βήματα η μέρα

 τελειώνει,

Στα οράματα μας η ζωή

μας θερμαίνει.

 

Στην κορθφή του λευκού βράχου

 

Στην κορυφή του άγριου βράχου,

του φηλού,

ο φόβος μας τρομάζει.

Μέσα στο σκοτάδι που ξεσπάει

κύματα χιονιά,

η θύελλα βουίζει.

Μια πένθιμη κραυγή ξεσχίζει

τη σιωπή,

Κλαίει την παρατημένη τύχη από καιρό,

 με μάτια κουρασμένα,

 καθηλωμένα,

στο απέραντο σκοτάδι

που έχουμε μπροστά μας.

Αντηχει μακρυνό

ουρλιαχτό σε πόνους πνιγμένο

και δάκρυα.

Κουρασμένο,

νικημένο,

γερασμένο

 λίγη γαλήνη για τιν ψυχή

ζητάει.

Στ’όνειρο έρχεται η φώνή

των συντρόφων,

να το τραντάζει απ ‘τον ύπνο

 των αιώνιο.

Ο  πρώτος να πάει στη

φουρτούνα,

να συνγκρουστεί και να γυρίσει

νικητής.

Στην κορυφή του λευκού βράχου

ν’ανέβει,

το τρομερό ουρλιαχτό

 ν’αρχίσει,

Όλα τα σύννερα ν’αποροφήσει.

 

ΦΩΤΟΣΚΙΑΣΗ

Η Δύση χάνεται μακριά

άπειρος χώρας.

Σιγά -σιγά η νύχτα πέφτει

 σύνορα δεν έχει,

 μα κι οι κοπελιές

στα ασπρόρουχα, στο κρεβάτι πέφτει

 ποια ονειρευτά, κάποια με

 νάζια, και κάποια κλαίει.

Η παράξενη ησυχία

 κυριαρχεί,

 με αλόγιστο βήμα η μέρα

προχωρεί,

 στα ποτάμια, παγωμένος

δεν μπορείς να χαρείς,

πόνους με δάκρια κουβαλά

κάτο η λαγκαθιά.

Ποιος έναμαχαίρι σφίγγει

στην καρδιά,

Τι χρειαζόταν άλλο και

τούτη η μαύρη η ζωή.

Έφυγε, πάει. Μα τώρα

 ο κακόμειρος!

Σαν ο «Ρωμαίος» γονατιστός ικετεύει.

Ο πιο δυστυχής δεν τολμά

 ακόμα να σηκωθεί,

Μένει στον ύπνο κατραμωμένος όσο δεν πάει.

Νύχτα σκορεινή, βάραθρο, αμέτρητο,

Τη λευκή ψυχή, την στέλνει πολύ μακριά.

Περίμενε να τελειώνει αυτό το ανάθεμα

στις φλόβες.

Νεκρική σιγή, μειδίαμα

μίζερο.

Η νύχτα περνά, κι αν περιμένεις τη νέα ημέρα

Σήκω ευτυχισμένος, βυθίσου στη χαρά.

 

 

 

ΤΑ ΌΝΕΙΡΑ ΜΟΥ...

 

Κομματάκια από λέξεις

τρομάζουν την ψυχή.

Τα όνειρά μου μένουν

 εκεί,

σαν χιλιάδες παδόβουνα στον

 απέραντο ωκεανό.

Ο νους εισχωρεί πιο πέρα

 μ’ένα πέταγμα.

Σ’άλλους ουρανούς

σε ταξίδια ποίησης.

Τα όνειρα μου μένουν

 εκεί,

στις ανοιξιάτικες νύχτες αστέρια

 πολλά.

Κομματάκια από λέξεις

τρομάζουν την ψυχή

και εξυφαίνουν το ύφασμα

το μαγικό.

Τα όνειρά μου μένουν  εκεί

όπως φέγγει το γλυκοχάραμα

τη χαραυγή.

Με τη νοσταλγία του φθινοπώρου

στο στήθος

Και οι σταγόνες της βροχής,

όλο θλίψη.

Τα όνειρά μου μένουν

εκεί

σε ουράνια τόξα,

 χρωματισμοί σημαντικοί.

Την άσπρη μέρα, ελπίδα

 όλο χαρά

αντανακλούν μονοπάτια

ποίησης.

 

 

ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ  ΛΓΚΑΙΝΟΥΝ

 

Οι δέμονες εκβιαστές

παράτησαν.

Οι σκοτινές κουρτίνες

σκορπισμένες στο «Γαλαξία»,

εξαφανίστηκαν,

χάθηκαν στον εαυτόν τους το

μακρυνό.

Ο ουρανός λαμποκόπησε

Οι άγγελοι λευκαίνουν

 τη σκοτινιά του αχανές.

Κολάκεψαν τις ψυχές τις

πεθαμένες,

ξεχασμένες.

Τ’ατσάλινα νύχια

χάλκεψαν,

 στα ειρηνικά στρώμματα

 πέταξαν.

 

 

ΣΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ

 Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

 

Ο Ζευς υποσχέθηκε δικαιοσύνη

αιώνια,

κρυμμένη,

 απαγορευμένη από αιώνες

και αιώνες.

Οι αμαρτωλοί πιάσαν μόνοι

 τους αμαρτωλούς.

Το πιο άγιο δώρο,

για το τρομαχτικό

 «Ηαd».

Παντού οι λάτρες ζητωκράυγασαν

την τρέλα

και παντού έσφιξαν

αθωότητας δεσμά.

 

 

ΤΟ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΜΑ

 

Αναθεμάτισα τη βροχή για

 διωγμένο όνειρο,

Τα νυσταγμένα μάτια

ζητούσαν τα μαλλιά σου,

το χαμογελο, τα ξένιαστα βήματα.

Η σκιά σου εξεφανίζονταν

την αργοπορημένη νύχτα.

 

Τη ζήτησα παντού,

 στα ίχνη της ζωής,

χάθηκες ‘ κάπου...

Πού;

Ίσως στον πόνο μου

 λούφαξες σιωπηλά.

 

 

 

Άγγελοι

Οι δαίμονες εκβιαστές παράτησαν

τις σκοτεινές  κουρτίνες, κάτω  απ’ τα πόδια τους

εξαφανίστηκαν,

χάθηκαν στο  μακρινό… τους εαυτό. Ο ουρανός φωτίστηκε

οι άγγελοι ξεθόλωσαν το βαθύ σκοτάδι στο διάστημα,

λιβάνισαν τις ψυχές, τις πεθαμένες, τις ξεχασμένες.

Οι ατσάλινες φτέρνες των αχαλίνωτων αλόγων

 μαλακώνουν με τ’ άγριο, δεν ξέχασαν,…

Τ’ ανάθεμα, σκορπισμένο σε στρώματα ειρηνικά εζήτησαν.

Μακριά

 πολύ μακριά βρισκόταν κρατήρας

τα ίχνη χάνονταν πέρα απ’ τα μπερδέματα.

 

Οκτώβρης

 

Χιλιάδες φύλλα σκοτωμένα  αγγίζουν το πεζοδρόμιο,

η αεροτρελαμάρα τα  στρώνει  πιο πέρα,

του καιρού η λησμονιά στην πόλη κοντά

 περιμένει, ν’ αρπάζει πιο πολλά απλώνει τη χέρα.

Η αμαρτία δεν τελειώνει εδώ, είναι στ’ αρχίνημα

 τα τελευταία πουλιά, απ’ τη φωλιά τα διώχνει,

κι όταν η αυγή ρίχνει τις πρώτες αχτίνες

δάκρυα, βάσανα, ορφανά στην άσφαλτο τα στρώνει.

Ο πλανόδιος αέρας ορμάει κάτω στη λίμνη,

Ίχνη ενθυμήσεων  ξύνει με νύχια γαμψά.

Το αύριο σαρώνει  τη σκούπα στο χέρι

τα βραχνά που μας έλαχε από ύποπτα μέρη.

22. Σελιαμί Ντελίου (Πρεμετή)

 

Η μεγαλύτερη  απορία

Αλήθεια, ο άνθρωπος θαύματα έχει κάνει,

πόσες ανακαλύψεις πέραν του πλανήτη,

μα το πιο μεγάλο θαύμα θα το κάνει

αν ανακαλύψει την ψυχή του ποιητή.

 

23. Κλοδιάνα Λίτι Αργυρόκαστρο

*     *       *

Η ματαιότητα βρίσκει την ματαιότητα,

Η θλίψη βρίσκει το δάκρυ,

το φιλί βρίσκει τα χείλη,

τ’ όνειρο βρίσκει τ’ όνειρο.

Μα  δε ξέρω άραγε,

 η Αγάπη βρίσκει την Αγάπη!

 

24. Δασιαμίρ Μάλιο, Άγιοι Σαράντα

 

Σε θέλω  όπως  σ’ ήθελα

 

Σ’ αγαπούσα και σ’ αγαπώ…

Τα λόγια είναι περιττά.

Το βάθος της θάλασσας

δεν μπορούν να το δείξουν

τα κύματα…

Μοντέρνος κόσμος

Μοντέρνος κόσμος,

κόσμος αφελής,

τα ρούχα που πέταξε.

Όλα είναι ολόγυμνας…

Τι περίεργο θα μείνει

για αυτόν ω, φίλοι,

τι δεν άντεξε;

 

25. Ριζά Τσιάτο,  Πρεμετή

 

Κάθε πρωί

Κάθε πρωί

όταν ξυπνώ,

ανταμώνω με σένα.

Και χαιρετούμαι,

Και συγκινούμαι,

θίγομαι πολύ,

δακρύζω.

Με τη δικιά σου μπλούζα

τα δάκρυα σκουπίζω,

με το δικό σου χαμόγελο

 Όλον τον κόσμο συγχαίρω.

 

25.Βαλμπόνα Γκρέμη, Φίερ

 

Το χαρτί τα’  λέγε όλα

 

Πάνω σ’ άσπρο χαρτί τα χείλη μου άφησα, 

(Να τα φιλήσεις, όταν θελήσεις…)

κι άφωνα είπα: «Καλή αντάμωση!»

Στο χαρτί ήταν γραμμένα,

η ποίηση, εμείς οι δυο,

Η αγάπη μου που είχα για σένα!

 

Συνάντηση

 

Ειδωθήκαμε,

Ανταμώσαμε,

με πάθος ερωτευτήκαμε,

κι οι δυο φιληθήκαμε…

Σε λίγο ξύπνησα,

από σένα τι μου’ μεινε;

 Έκλαψα…

 

26.Γώργο Δέσπα, Αργυρόκαστρο (Αθήνα)

 

1.Μ’ αρέσει το δροσερό αεράκι,

και τα’ αηδονιού το κελάδημα,

της πηγής το κρύο νεράκι,

το πράσινο τριφύλλι στ’ απάνεμα.

2. Όλα θέλω να τα δω,

τις ομορφιές που’ χει η φύση,

ο θεός με τα χέρια του

της Ζαγοριάς τα έχει χαρίσει…

 

3.Εκεί πάλει θέλω να πάω,

 να λουλουδιάσει η φαμελιά μου,

μακριά απ’ την Ζέη να μη μείνω,

γιατί δε λιώνουν τα κόκκαλά μου.

 

27.Μπεσνίκε Τάκα,   Άγιοι Σαράντα

’Έχε γεια!»

Κουράστηκα να λέω: «Καλώς ήρθες!»

και τώρα σου λέω:’Έχε γεια!»

Μπορεί καμιά φορά υ’ ανταμώσουμε

σαν τα σύνορα  θα λείπουν από κάθε καρδιά.

 

Εγώ και εσύ

Της ζωής  μου τα όνειρα σε μια πέτρα τα χάραξα,

 τους πόθους που σε κάτι ξύλα σκάλισα,

με τα φύλλα των δέντρων το «σ’ αγαπώ» σχημάτισα,

Αυτά από μένα, από σένα σαν τι καρτέρεσα

 

28.Ράνια     Ντούλη,      Μπεράτι

Ξέχασα τα χείλη

Το  μάτι σου το γαλανό

 με ευχαριστεί,

κι η μυτούλα σου μ’ αρέσει,

 όταν με κοροϊδεύει!

 

Τα αγκάθια

Στο χέρι μου πήρα ένα τριαντάφυλλο,

γιατί το λιμπίστικα,

με μεθούσε η ομορφιά του,

μα ξάφνου «κεντρίστηκα»

απ’ τ’ αγκάθια τα δικά του

που ’ ήταν  κρυμμένα στο λεπτό του κοτσάνι!

 

29.Μπουρμπούκε Μεμούσι, Αργυρόκαστρο

 

Ο πόθος

 

Ο πόθος μου ήταν να μου’ ρθεις,

 να μ’ αγκαλιάσεις.

Και γιατί να μη με φιλήσεις,

 ν’ ανάψεις αγάπης φωτιά,

 και τα δυο μας στην φλόγα της

 να βρούμε ζεστασιά!

 

30. Μπλεντάρ Χάσκα, Αργυρόκαστρο

 

Όνειρο

 

Βλέπω πόνους μονάχα,

αίμα τα μάτια μου στάζουν,

Ανθρώπους βλέπω καλούς,

μα να γίνουν κακοί δε διστάζουν.

Βλέπω μόνο σκοτωμένες αγάπες,

καρδιές ραγισμένες στην μέση,

Μάτια δακρυσμένα  απ΄ τον πόνο

ανθρώπους που με ρωτάνε:

«Να ζήσω η να πεθάνω!»

 

31. Χαϊντάρ Τζιάφκα, Περμετή

Στον Υποκρίτη

 

Καιρό είχαμε να ιδωθούμε

(Χαμογέλασε  γλυκά).

Η καρδιά μου’ γινε άνοιξη,

ο καιρός τρέχει όλο χαρά.

Περνούν οι μέρες, τον βλέπω συχνά,

κάθε διαβατή αυτός χαιρετά,

 με την ψυχή του γέλα, δε σταματά,

Τ’ άσπρο τριαντάφυλλο μαράθηκε πια.

Το πρόσωπο του όσο πάει κι αλλάζει

δε βλέπεις λιγώνω φεγγοβόλα.

 Πιο καλά λαδί μαύρο, νερόπλυμα,

 παρά ένα γέλιο που σε ξεγελά!

Ήρθε ο καιρός τους μορφασμούς,

 κανείς πλέον δεν τους εκτιμά.

Έμοιαζε όλη αυτή η ιστορία

σαν τα σάλια του σάλιαγκα, μια αηδία.

32. Λιγκόρ Σιούτι, Πρεμετή

 

Το δρόμο να βρεις

 

Η σαθρά στην λάσπη μένει,

προσπάθησε να βγει

 μα γλιστράει σα χέλι.

Μια φίλη της φωνάζει,

που’ χε γκαρδιακή.

Μ’ απάντηση δεν πήρε – τι  να πω!…….

 Το θεό αρχίζει να παρακαλά,

  φώναξε όσο βράχνιασε

και παύει να μιλά.

Στην λάσπη η σαύρα έμαθε:

«Φώναζε όσο θέλεις,

φίλες και να ‘χεις στην ζωή.

Αν μείνεις στην λάσπη

το δρόμο μόνη σου να βρεις!

 

33.Πέτσιο Καγκίνι,  ΗΠΑ

 

Τράβα τα χείλη σου,

δεν τα’ αντέχω,

με γοητεύουν

και με μπερδεύουν.

Τράβα το χέρι σου,

μη μ’ αγγίζεις,

με ζεσταίνει, με καίει,

όλο το σώμα μου μ’ ανατριχιάζει.

Τραβά τα μάτια σου δεν αντέχω,

την ψυχή μου θλίβει,

βαθιά την καρδιά μου πληγώνουν.

Μόνοι μας οι δυο

ποτέ δε θα δεχτώ

μου κόβεις κάθε δύναμη

στα πόδια μου, δεν μπορώ να σταθώ.

Αγάπη μου, του κάκου αντιδράς,

 η καρδιά σου σε προδίδει,

όσο κι αν λες πως φοβάσαι

τόσο πολύ μ’ αγαπάς.

34. Αριστοτέλ Βαρδάμη, Αργυρόκαστρο

 Αξιοποίηση

Να σου πω είσαι λουλούδι,

το λουλούδι μαραίνεται μια μέρα.

Να σου πω είσαι αστέρι,

τ’ αστέρι λάμπει και νύχτα και μέρα.

Να σου πω είσαι ήλιος,

ο ήλιος την μέρα φωτίζει

και τι νύχτα σβήνει.

Είσαι λουλούδι, αστέρι  και φως,

νύμφη χρυσή, με καλή καρδιά,

 είσαι μια Αγγελική ομορφιά,

φιλντίσι λευκό, δροσιά της αυγής.

Νερό κρυσταλλένιο, καθαρό της πηγής,

 είσαι σώα σύμπαν κι ακόμα πιο πέρα.

Άρκτος μικρή, Άστρος μεγάλη,

πολικός αστέρας,  π’ ανάβει χιλιάδες φωτιές,

αέρας ζεστός, που σε χαϊδεύει,

πασχαλιά π’ ανθίζει σ’ όλες τις εποχές.

Είσαι φωτιά ηφαιστείου, που δεν καίει,

τ’ αηδονιού το κελάδημα, που νωρίς σε ξυπνάει.

Πηγή της ζωής και της ελπίδας,

φίλημα κάρδιον και χέρι της μπέσας,

μυαλό του αιώνα, κομπιούτερ της μνήμης,

κάστρο αντοχής και της υπομονής.

Είσαι θεά σαν την Αφροδίτη,

δικιά μου είσαι, ανήκεις σε μένα,

είσαι ωραία ταίρι δεν έχεις,

 θέλγητρα, κάλλη, γοητεία κατέχεις.

 

35.Μουχαρέμ Καμάνι, Περμετή

 

Μια κουβεντούλα λέω

 

Πάει ο άντρας μου στα ξένα,

πω, πω, πω τι μ ‘εύρε εμένα!…

Κάποιος μου χτυπά την πόρτα,

 πώς να πάω τέτοια ώρα;

Να’ ναι κανάς μαυρογένης, 

θέλει να ξεκουραστεί!

Έξω βουίζει η καταιγίδα…

Πως θα περάσω τη νύχτα αυτή;

Να τ’ ανοίξω την πόρτα η να μη,

 ποιος μας βλέπει… μόν’ η νύχτα.

Μη ξυπνήσει το παιδί.

Πω, πω, πω…τι τύχη που’ χα!

Στην πόρτα θα πάω να βάλλω,

συρτή, μάνταλο βαρύ,

κι’ αυτό σα ναι που νιώθω

θα το πατήσω καταγής…

Ωχ, η μαύρη αχούν τα’ αφτιά μου!

Στην θύρα δεν είναι κανένας.

Στο  δρόμο φωνή δεν ακούς,

στην πόρτα χτυπά ο αέρας… 

 

 36.Οσμάν Μπούζο, Αργυρόκαστρο

 

Φεγγοβολιά

Η σκοτεινιά της νύχτας

την πόρτα κλείνει.

Το σκοτάδι απλώνεται

 κι η λάμπα σβήνει.

Κι εγώ σαν καίγομαι

απ’ την αγάπη,

το σπίτι ολόκληρο

λάμπει κι αστράφτει!

 

Απογοήτευση

Την κοπελιά  μου πώς τη θέλω;

Με μάτια καστανά,

και γλυκοματούσα.

Στο μάγουλο ελιά.

Να ειν’ ευγενικιά

κομψή, σβέλτα, κεφάτη.

Με νάζια όχι πολλά.

Μόνο εμένα να κερνά!

Το πορτρέτο πληρώθηκε…

ο καθρέφτης έσπασε.

Ο κόσμος απογοητεύτηκε.

Ένα όνειρο στον ήλιο…

 

37. Μανόλη Μπάσιο

1.Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ

 

 

 

O ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

 

Ο βασιλιάς

του λαού

του γδέρνει το δέρμα,

τον ξεγελά

και μια μέρα

άφαντος γίνεται

σα μια σκιά.

Ο ποιητής,

με στίχους

γέφυρα χτίζει

αγάπης, για το λαό

και λιώνει

όπως ένα κερί!

 

ΕΣΥ

 

Για να περάσεις την ζωή σαν άνοιξη

θυμίσου του Τσαγιούπι τις βουνοπλαγιές….

Βρες όλα τα λουλούδια, που μοσχοβολούν,

πριν σου έρθει ο πεθαμός κι εσύ όλο θα κλαις!

               Ο ΠΕΤΕΙΝΟΣ

Για πιάσε ένα τραγούδι, πετεινέ

γιατί  αν δε λαλήσεις το πρωί

η αυγή θ’ αργήσει να ροδίσει,

το λιόφωτο δε θα λάμψει σα φλουρί….

Κι όσες φορές το τραγούδι αρχίζεις

η νύχτα στα γρήγορα, μαζεύει τα ταμπούρια.

Τ’ αστέρια σβύνουν στο πέπλο τ’ ουρανού,

εσύ χορεύεις στις αυλές με τραγούδια!

 

38. Αντριάν Χότζια, Δέλβινο

 

Χαμογέλα

Χαμογέλα, ω αγαπημένη μου ορτανσία,

της καρδιάς σου τις πόρτες

κράτα ανοιχτές την αυγή.

 Μπορεί και να’ ρθω,

 σαν ένα αθώο φιλί,

σ’ αγκαλιάζω με πόθο

 με  ταραγμένη ψυχή.

 

Θα χορτάσω την κουρασμένη ψυχή

Ω αγάπη φέρε μου χαρά,

 στη  σελήνη τ ‘Αυγούστου δώσε χίλια φιλιά,

κάνε τη ζωή της γλυκιά κι όλο φως,

 και γράψε τ ’όνομα μου στα φτερά

 μιας πεταλούδας.

 

39. Μουσταφά Καραγκιόζι, Αργυρόκαστρο

 

Τα φτερά τ’ αηδονιού

 

Στο παράθυρο σου

στέκεται ένα αηδόνι,

Εσύ τραγουδάς

κι ο νιος κρατάει ίσο…

Τ’ αηδόνι απλώνει τα φτερά

και ξαφνικά πετάει.

 Θα ξανάρθει πάλι,

 σαν θα’ σαι πιο μεγάλη…

Κοιτάζεις πως πετάει

 ψηλά στον ουρανό…

Ξανά θα τραγουδήσουν

 μιας «Κυριακής «το βραδινό!

 

40. Ο Ιζέτ Τσιούλι

 

Ένας ελληνολάτρης από το Τεπελένι, αντιπρόεδρος του «Συνδέσμου Δημιουργών  «PEGASI» του Αργυρόκαστρου

Τεπελενιώτης ο ελληνολάτρης.  Και είναι γιατρός. Ο ανθρωπιστής, ο ποιητής Ιζέτ Τσιούλι. Διαχρονικά στις αναλαμπές του οίστρου του επιμένει στις ποιητικές εικόνες πάνω στα ελληνικά μοτίβα. Λιτός. Τηλεγραφικός. Στα πεταχτά ρίχνει τις πινελιές του. Είναι βαλκανικός που δεν μπορεί να χωρέσει στα σύνδρομα που σε στενεύουν και ανασαίνει βαθιά χειραφετημένος. Κι από τα βαθύ του βγαίνει η αγάπη κι ο ανθρωπισμός. Είναι τιμή στο άνθρωπο και στον ποιητή να κοιτάζει στα μάτια τις ομορφιές και να αξιολογεί τους άλλους λαούς. Σαν να ‘ναι δικός του. Εκτιμώντας τους άλλους, δίχως άλλο του κάνεις θέση του εαυτού σου  κάτω απ’ τον ήλιο σ’ αυτόν τον κόσμο. Και μη μου πείτε ότι αυτό είναι εύκολο στα Βαλκάνια… Στην  ποίηση του  ο Ιζέτ Τσιούλι  παρελαύνουν οι Έλληνες και οι Αλβανοί με τις αξίες τους, με τον πολιτισμό τους, με τις χαρές τους. Κι όλα από  το πρίσμα της ειλικρίνειας. Ο Ιζέτ Τσιούλι είναι ένας  έμφητος  ποιητής που ρίχνει στο χαρτί τις εντυπώσεις του και στην αθωοτητα του είναι κι η σοβαρότητα. Κι είναι αυτά από τα καλύτερα χαρακτηριστικά της ποίησης του.

Νίκος Κατσαλίδας

 

Άγιοι Σαράντα, στις 25.12.2005  

Λυκαβηττός,

 

Ψηλός, περήφανος,

γιγάντιος καθρέφτης

μοναχικός ο Λυκαβηττός,.

Από κει σαν στην απαλάμη του χεριού

φαντάζουν: η Αθηνά, η Ελλάδα έθνη και ήπειροι,

πολιτισμοί, γλώσσες και παραδόσεις…

Εκεί ακτινοβολούν

και διασταυρώνονται τα πάντα.

Αθήνα, 28.06.2003

 

Άγια Θεοδώρα

 

Ήθελες δέντρα τα μαλλιά,

το σώμα σου βωμό

και ήθελες το αίμα σου

ποτάμι αληθινό.

Κι έγινε δέντρα και βωμός

και έγινε ποτάμι,

Θεοδώρα, θαύμα από τα πολλά

που ο θεός εχει κάμει.

Διάβηκα και σταμάτησα

το θαύμα να θαυμάσω

κι όσο ζω να μολογώ

ποτέ να μην ξεχάσω.

 

*   * 

Τα ποιήματά του έχουν λυρικό χαραχτήρα, μα κι εξυμνούν και τους αγώνες των συνανθρώπων του, αγώνες ζωής κι επιβίωσης των βλάχων.

 

Τώρα πια, μια ποιητική συλλογή, μεταφρασμένη σε μια άλλη γλώσσα, έχει αποκτήσει μια παγκόσμια εκτίμηση κι αξία.

Τον τελευταίο καιρό, σε μας παρατηρείται μια γόνιμη συνεργασία με λογοτεχνικούς συλλόγους, με συγγραφείς και ποιητές στο εξωτερικό, οι οποίοι τέτοιες σχέσεις συνεργασίας, τις θεωρούν σωστές και απαραίτητες για μια αμοιβαία αναγνώριση λογοτεχνικών έργων –πεζά και ποιήματα καθώς και σε πολλά άλλα πεδία της κουλτούρας.

Σήμερα, παρουσιάζοντας μια σεμνή ποιητική συλλογή, του ποιητή Μανώλη Μπάσου, μεταφρασμένη από τον φιλόλογο-μεταφραστή Κώστα Γκατζώνη, γίνεται μια προσπάθεια να γνωρίσουμε τον εσωτερικό κόσμο του ποιητή, τον τρόπο της σύλληψης των θεμάτων, που κατά καιρούς του είχαν υπαγορεύσει οι αντίξοες συνθήκες της ζωής του, σ’ ένα καθεστώς, που το χαραχτήριζε δεσποτισμός και σκληρότητα καρδιάς.

Τα ποιήματά του, εμπνευσμένα από την καθημερινή ζωή των βλάχων, πότε απλά, πότε κάπως ακράτητα, θίγουν τις πληγές στις καρδιές των συνανθρώπων του, συγκινούν, μα δίνουν και θάρρος για μια ζωή πιο καλύτερη, όπως αξίζει σε τίμιους ανθρώπους.

Ο Μανώλης, στα ποιήματα του, τα απλά και ντελικάτα, μας ανοίγει την καρδιά του, μέσα στους στίχους του διακρίνουμε πως ψυχοπονεί!

Η προσωπικότητα του είναι αυθεντική, μιας κοινωνίας που μας στέλνει μηνύματα για ένα ποθούμενο μέλλον, έντιμο και προκομένο.

Τα αισθήματά του ξεσπούν με πάθος σ’ όλα του τα ποιμενικά ειδύλλια: αγάπη και μίσος, φοβέρες και αυτοσυγκράτηση, χαρές και κλάματα, ελπίδες για μια ζωή χαρισάμενη κι όλα αυτά, τον πόνο και την αγάπη εκφράζουν για τον τόπο της γενιάς του, που πέρασε βάσανα και στεναχώριες αμολόγητες …

Η Μοσχόπολη ήταν η ψυχή του. Η Μοσχόπολη η φημισμένη και στον κόσμο ξακουσμένη! Την τραγούδησε με πόνο, με καημό κι ελπίδα να γίνει όπως ήταν “νύφη στα χρόνια τα παλιά!”

Τα ποιήματά του έχουν λυρικό χαραχτήρα, μα κι εξυμνούν και τους αγώνες των συνανθρώπων του, αγώνες ζωής κι επιβίωσης των βλάχων.

Από την ποιητική του δραστηριότητα, από τέσσερα ποιητικά έργα, κάναμε μια συλλογή, την παρουσιάζουμε να γνωρίσουμε τους καημούς και τους πόθους.

Χριστάκης Σιαμπάνης Συγγραφέας-ποιητής

     Πρόεδρος του Λογοτεχνικού Συνδέσμου Δημιουργών “Πήγασος”

              Αργυρόκαστρο-Αλβανία

 

Οι ποιητές δημιουργούν ξεχωριστά ο καθένας κι ύστερα "απαγγέλλουν" στην μεγάλη εξέδρα της ποίησης.

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ

   Οι πρώτες δοκιμασίες στα πλαίσια της ποίησης δεν είναι εύκολες.

   Οι νέοι ποιητές γράφουν στίχους και σε λίγο τους σβήνουν. Κι αυτό μοιάζει με εκείνο το κοριτσίστικο παιχνίδι να μάθουμε την τύχη κόβοντας ένα- ένα τα πέταλα της μαργαρίτας. Η ποίηση σε σαγηνεύει, εκφράζει τα αισθήματα, τους καημούς, της καρδιάς τα όνειρα, και μετά κάπως παράξενα, όλο το είναι μας ερεθίζεται και τότε αρχίζουμε να σταχυολογούμε…. Είναι το λιβάδι που πλανώνται τα αισθήματα. Οι ποιητές ορκίζονται, θυμώνουν, ξεσπούν, τη ζωή ερεθίζουν, ερωτισμού έχουν οράματα, κάπου σφάλλουν και καμιά φορά τον εαυτό τους έχουν σαν πρωταγωνιστή, "μονομαχούν" με την "σπάθη" του αισθήματος κι αυτές οι μονομαχίες καταλήγουν σε στίχους, στροφές, ποιήματα, που όλα αυτά είναι γέννημα μιας ποιητικής έξαρσης.

   Η Μαρία Σιουκολάρι είναι μια νέα κοπέλα από την Πρεμετή. Έχει δικό της κόσμο, πρωτότυπο, και δεν επιτρέπει σε κανέναν να θίξει την ποιητική της ταυτότητα. Σκέφτεται, οραματίζεται, ξεσπάει, παίζει, κάτι την καρφώνει και ξάφνου πετάει. Είναι και περίεργη. Της αρέσουν οι ομορφιές, μα και οι εφιάλτες. Τα χάδια, οι αναμνήσεις, το φυγιό. Τα μπουμπούκια, που μόλις ανοίγουν, μοσχομυρίζουν κι ευφραίνουν την ψυχή της.

   Τι άλλο από την ποίηση μπορεί να αναγκάσει αυτή την λιγόλογη κοπελιά να εμπιστευτεί και να φανερώσει τα μυστικά της;…

   Η Πρεμετή και οι Πρεμετινοί έχουν ευγενική ψυχή. Ίσως είναι δώρα της Δεμπέλης και της Βιώσας. Αυτή η ευγένεια και η αξιοπρέπεια χαρακτηρίζει και τη Μαρία. Είναι το πρώτο βήμα της και το δεύτερο παράθυρο που ανοίγει η Μαρία Σιουκολάρι.

   Όντας νέα ακόμα διαμέσου του Συλλόγου των Δημιουργών "PEGASI" Αργυροκάστρου παρουσιάζεται με την πρώτη της έκδοση στη γλώσσα του Ομήρου. Ανταλλαγή αξιών, αμοιβαία γνωριμία, και όνειρα που με την φαντασία μας πλάθουμε.

Οι ποιητές δημιουργούν ξεχωριστά ο καθένας κι ύστερα "απαγγέλλουν" στην μεγάλη εξέδρα της ποίησης.

 Η Μαρία το ξέρει καλά πως να γράψεις ποιήματα είναι δύσκολο.

 Η Μαρία έχει πολλά να μάθει στα πρώτα της βήματα στην τέχνη της σύνθεσης στίχων, αλλά ταυτόχρονα και στην πρώτη της παρουσίαση στον Έλληνα αναγνώστη. Η αξιέπαινη προσπάθεια του μεταφραστή Κώστα Γκατζώνη ν' αποδώσει όσο πιο καλά στα ελληνικά το ποιητικό έργο της Μαρίας, το οποίο δημιουργεί "ποιητικές γέφυρες" στον πνευματικό πολιτισμό των δυο λαών.

                 Χριστάκης Σιαμπάνης.

               Συγγραφέας- ποιητή

41.   Η Μαρία Σιουκολάρι

 

Είπα στο φεγγάρι

Είπα στο φεγγάρι: "Φώτισε απόψε,

Ρίξε το φως σου πέρα στο δρόμο.

Σαν έρθει εκείνος, σινιάλο κάνε μου,

Να βγω, να τον περιμένω".

Θα 'θελα,

Πριν ξεκινήσει,

Να τον χαιρετούσα,

Γιατί πολύ τον αγαπούσα.

Αυτός όμως θα γύριζε γρήγορα,

Και στο φεγγάρι ακόμα να 'χει σώσει,

Ένα φιλί είχε να μου δώσει.

                                   

Όταν μου 'πες " Σ αγαπώ".

Όταν μου 'πες "Σ' αγαπώ",

Όλα μου γύρω άλλαξαν.

Γιατί μπήκες στην καρδιά μου;

Απ' τα βάθη της, δάκρυα στάλαξαν.

Όταν μου 'πες "Σ' αγαπώ",

Ο ήλιος δεν πρόβαλε ήρεμα…

Αν μ' αγαπούσες στ' αλήθεια εμένα,

Τον ουρανό δεν θα τον σκέπαζαν σύννεφα…

 

42. Φατμίρα Λέκα

 

Ίδια είναι για όλους μας, Φατμίρα, γυναίκα του δακρύου, ποιήτρια αληθινή

Παναγιώτα Χριστοπούλου- Ζαλώνη

Φατμίρα χορεύεις  μέσα σε τούτος στίχους, στο δικό σου ρυθμό, κάτω από ένα « Ήλιο «ξένο», αλλά «φιλόξενο»,

Δεν πονάς γιατί μπορείς να μην πονάς, γιατί μπορείς και τραγουδάς. Σου δόθηκε απ ΄το Θεό η θεία ετούτη δυνατότητα.

Διάβασα  όλο το βιβλίο σου, κάτι να διορθώσω στα ελληνικά. Βλέπεις η γλώσσα μου, η γλώσσα που εγώ γράφω τραγούδια, για να υμνώ το Θεό, τον Δημιουργό, που μου  δώσε τούτο το δώρημα, αυτό μου το επέβαλε. Οι στίχοι  σου έχουν τη λεπτή λαμπρότητα «αδάμαντος» πολυεδρικής κοπής πολλών καρατιών εξόχου λευκότητας.  Κατάφερα διαβάζοντας σε να μεταφερθώ μέσα σ’ αυτή τη λαμπρότητα. Ένιωσα πως έτσι θα είναι και στον Παράδεισο, άφραστη «ηδονή του νου». Ξέχασα ευθύς και τα δικά μου δάκρια. Τα δάκρια της πονεμένης της γιαγιάς που γράφει «γράμματα», τη λύπη να την πνίγει μες τον ωκεανό το γαλανό. Πόσο  μελάνι ξόδεψα για να  μ’ ακούσουνε οι άρχοντες, οι νόμοι, οι εξουσίες. Όλοι κωφεύουν ωι΄με… και’ γω  θρηνώ ακόμα.

Σε ορισμένα ποιήματα σκληραίνεις όπως στο «Ζω στο τέλος του αιώνα» κάνεις υπαινιγμούς και βγάζεις συναισθήματα, που σου πλακώνουν την καρδιά. Γράφεις  αλλιώτικα, πιο δύσκολα, πιο τεχνικά. Γίνεσαι πανανθρώπινη κι ύστερα πάλι στα «τραγούδια του λαού μου» υμνείς το ουράνια σώματα της πατρίδας σου.

Ίδια είναι για όλους μας, Φατμίρα, γυναίκα του δακρυού, ποιήτρια αληθινή με τη δική σου βαρύτητα στο στίχο και στη σύνθεση του. Το επόμενο βιβλίο σου χωρίς δάκρια.

«Κελαινώ» Τεύχος 1ο Απρίλιος 2002,σελ. 27

 

43.Ισλάμ Καλέμι, Τεπελένι

Η Γλείφτρα

Η μύγα αστειολογόνταν

από καιρό σε καιρό:

«Η μέλισσα στην κυψέλη

μένει μόνο, - τι να πω!»

 Εγώ βουνό δεν αφήνω

κι ούτε δασός πυκνό!

Είμαι  όμορφη

σαν αστέρι λαμπερό!

«Λουλούδι το λουλούδι,»-

η μέλισσα ξεσπά-

το νέκταρ μαζεύω

 σας το λέω αληθινά!»

‘Εγώ δεν είμαι σαν εσύ,

ορχηστή, βρομιά,

εσύ μόνο γλύφεις

τσανάκια και κουφάρια!» 

43. Θεοδώρη Νικόλα

 

Ο Σκορπιός

 

Κατάμονος σ’ ένα ξεράδι

ο σκορπιός κάτι μουρμουρίζει,

«…το κεντρί το μυτερό

άχρηστο είναι, δεν κεντρίζει».

‘Αχ, να το μπήκε το έρμο,

μια φορά και μόνο,

να’ νιωθα την χάρη του

και να μη μερακλώνω…»

Την ουρά του πάει, τεντώνει,

γύρω του, που να τη μπάσει!

Και τη μπήγει στο κορμί του-

τρελός πόνος τον έχει πιάσει.

                    Οχ, τι έπαθα ο καημένος,

είναι αργά να μετανιώσω,

πάει η δόξα μ’ κι’ η περηφάνια,

πέφτω, την ψυχή τώρα θα δώσω.

 

 

44. Κώστας Γκατζώνης 

 

«Συν Αθηνά και χείραν κίνει...»

 

-‘Εναν αγώνα κάνουμε

 για μια καλύτερη ζωή,

δεν είμαστε ένας ούτε δυο, 

είμαστε όλοι που στυλωθήκανε ορθοί,

Κάνοντας στο Θεό μια προσευχή:

- Θε μου, ας έρθει η ώρα  η καλή,

 μου θα μας αλλάξει τη ζωή!...

 

Και καρτερούμε με  χέρια σταυρωμένα,

Αυτά μου από χρόνια είναι ειπωμένα!...

- Θε να’ ρθει τάχα  ένας καιρός ;

θα βρέθεί τάχα μια λύση;

- Απο την ιστορία μας πολλά μας έχουν μείνει,

μα ας μη ξεχνούμε και μια ρήση:

«Συν  Αθηνά και χείραν κίνει...!»

 

 “Η καλή μας γειτονιά!»

 

Είχα έναν γείτονα παλιό,

κοντά στο δικό μου το χωριό.

Η ζήση μας ήταν στρυφνή

 έτσι το θέλαν οι τρανοί!

 

Κάποτε ήρθε ένας καιρός 

 η νύχτα τέλειωσε, ήρθ ‘ένα φως .

Πολλοί το είπαν «Λευτεριά»,

μας αναγάλλιασε η καρδιά...

 

Ο γείτονάς μου μ’αποκοτιά,

αναζητά τη «Λευτεριά»,

Τα βάσανα, αρμαδιαστά,

να πάρουν τέλος, δεν αντέχει πια!

 

Του λεν οι μεγάλοι:

- Το στόμα να κλείσεις,

                     ο καιρός το ζητά!

Για μας κάτι άλλοι:

- Ως πότε θα ζήσεις,

                 σα ραγιάς με τα μάτια κλειστά;

 

Ο γείτονάς μου δεν αντέχει,

σηκώνει μπαϊράκι, ζητά λευτεριά!

Συγγενείς και φίλοι τον βοηθάνε,

προσπαθούν να του βρουν γιατρειά.

 

Εμέ το γείτονά του,

κάτι με φλογίζει στην καρδιά...

Τη ζωή να χαρούμε όπως όλοι,

 μ’αγάπη, ειρήνη, λευτεριά!

 

Μα ποιος μας ακούει;

‘Ολοι οι μεγάλοι ,κόβουν και ράβουν,

και λένε αρλούμπες,

κι ούτε καν μας λογαριάζουν!

 

Η ζωή μας όμως τέλος δεν έχει.

Το σήμερα φεύγει, το αύριο θα ‘ρθει!

Η ράτσα μας όλα τ’αντέχει,

για ‘να καλίτερο μέλλον που θά ‘ρθει!

 

 Γέρος δεν είμαι!...

 

Χρόνια πολλά θέλω να ζήσω,

σε τούτη σύντομη ζωή.

‘Ολον τον κόσμο να γυρίσω

και νά ‘ μαι πάλι στην πατρική μου γη!

 

Στα χρόνια μου που θα  περάσω,

σαν νιος πάντα να κοπιάζω.

Ποτέ μου δε θέλω να γεράσω,

τα κόπια μου μ’όλους να μοιράζω!

 

Με τα παιδιά μου, τ’αγγονάκια

να χαίρομαι. Να τα χαρώ!

Μαζί κα μ’   άλλα φιλαράκια

καλόττυχος πάντα να περνώ!

 

 Καλαμαράδες, Δημοκόποι!...

 

- Καλαμαράδες, δημοκόποι

τα μολύβια παρατάτε!

Τα γραφτά σας χαμένοι κόποι,

με τα λόγια σας βροντάτε!...

 

Σαν φέγγει η μέρα , μας βγαίνει ο ήλιος,

μας ζεσταίνει την καρδιά!...

Η ζωή μας συνεχίζει

 και τα λόγια σας παχιά!...

 

Τη νύχτα ύπνος δεν σας πιάνει,

 λέτε: «έξυπνοι  είμαστε και μπορούμε

τα δίχτια μας να ρίζουμε...

Σίγουρα βλάκες θε να βρούμε!...

 

Καλαμαράδες, δημοκόποι

ποιούς δεν κατηγοράτε;

Εξυπνάδες, φωνακλάδες

σε λοξό δρόμο περπατάτε...

 

Αφίστε τες τις πονηριές,

ο λαός μας δεν είναι κουτός!...

Ο λογισμός του για νά’ρθει η ώρα

της λευτεριάς του, δεν είναι αργός!...

 

 

 Κουβεντούλες της ώρας

 

Α.

 – Υπνος δε με πιάνει,

με τούτα που τραβούμε,

σαν τα σκυλιά δουλεύουμε

κάνουμε και θρηνούμε!...

 

Β.

– Και χτες δουλεύαμε σκληρά,

τι είχαμε σπίτι και φαμελιά.

 

Α.

Αμ,... σαν τέλιειωνε η δουλειά

 δεν είχαμε σπίτι και βιολιά;!...

...........................................................

Υπνος δε με πιάνει, όνειρα βλέπω,

 κάτι σα «φαντάζματα»

μου βγαίνουν μπροστά.

 

Β.

– Αυτά τα φατντάσματα δεν είναι τωρινά,

Το χαμόγελο άλλαξε

είναι αλλοτινά γνωστά!...

 

Α.

 – Μα, τα παλιά φαντάσματα

τά ‘χουνε ξεκληρήσει!

‘Ετσι οι μεγάλοι δε διαλαλούν;

Τώρα δεν έχουμε μια νέα ζήση;...

 

 

Β.

– Μη στενοχωριέσαι και βαριαναστενάζεις

τα παλιά φαντάσματα άλλαξαν χρώμα.

Σαν σου μιλάνε για ψήφους, για Κόμμα,

έχουν άλλη φάτσα,

κι αν θέλεις σε κάποιον να κλαφτείς

θε να τον βρεις στην πιάτσα!...

 

Α.

– Καλά μου τα λες, τι γίνεται,

το ξέρουμε μα τι μας νιάζει

Ο λύκος αλλάζει το μαλλί,

την ομπλή του δεν αλλάζει!...

 

 

 Οι εκκλησιές μας...

 

Στις εκκλησιές καθε χωριού,

παλιές, χρόνια και χρόνια τώρα,

που γλίτωσαν απ ‘ αντίχριστους,

σε μια κακιά τους ώρα.

 

Μπαίνεις μέσα, το σταυρό σου κάνεις,

μιλάς με τους Αγίους, μιλάς με το Θεό.

Νιώθεις την αγάπη του Χριστού.

Στην Παναγιά κάνεις προσευχή

να σε βοηθήσει στη ζωή!...

 

Κοιτάς δεξιά, κοιτάς ζερβιά

στους τοίχους ιστορικές επιγραφές,

ο χρόνος δεν τις σβύνει...

 γραμμένες με το χέρι.

‘Αλλες σε πέτρες σκαλιστές,

 όλες με Ελληνική γραφή:

Δείχνουν τη φύτρα μας την παλιά,

την πίστη μας τη χριστιανική.

 

 

 Η γιαγιά Λενιώ!

 

- Γιαγιά Λενιώ, πού πας με το σταμνάκι σου,

πρωί πρωί πέρα στην άκρη στο χωριό;

- Πάω, γιέ μου, να γεμίσω το σταμνάκι μου

με κρύο της βρύσης δροσερό νερό.

 

-Δεν έχεις άλλονε  να σου πάει για νερό;

- ‘Εχω, γιε μου, παιδιά εγγόνια κι εγγονιές,

αλλά η ζωή άλλαξε σε τούτον τον καιρό!...

‘Ολα τα παιδάκια μου ζουν στις ξενιτιές!...

 

- Γιαγιά Λενιώ, δόσμου εμένα το σταμνί

θε να σου  φέρω εγώ νερό.

- Γιε μου, σ’ευχαριστώ πολύ

να’ σε καλά, να σε χαρούνε οι γονείς!

 

- Γιαγιά Λενιώ, άντεξε όσο μπορείς

περνάν οι πίκρες κι οι καημοί

 θε να ξανάρθει πάλι η σπιτική ζωή.

Το σπιτάκι σου θε νά ‘ναι , πάλι,

γεμάτο από γλυκιές φωνές,

 απ ‘τα ‘γγόνια και τις εγγονιές...

κι εσύ δε θά ‘χεις ανάγκη πια,

να πάς στη βρύση για νερό....

Μον’ παρακάλα το Θεό,

τ’αγαπημένα μας παιδιά

να μη ξεχνουν το σπιτικό!...

 

Είμαστε πέτρα σκληρή

 

Είμαστε πέτρα σκληρή

κι όσο την χτυπούν με το σφυρί,

 καθόλου δε ραγίζει!

 

Πέτρα πάνω στην πέτρα

 είναι χτιστά τα σπιτικά μας.

Ούτε άνεμος  ούτε βροχή

δεν τα κουνάει από τη γη...

Ε’ιναι βαθιά τα ριζικά μας!

 

Τα χώματα μας τα ιερά

κρατούν στα σπλάχνα τους μια γενιά,

που ‘ζησε  μ’αλλόθρησκα θεριά

κι έχυσε αίμαι για μια λευτεριά

 που σήμερα εμείς ποθούμε!...

 

Κι όταν πάμε στην εκκλησιά

ανάβουμε κι ένα κερί γι αυτούς

και τους  ευγνωμονούμε.

 

Βοήθησέ μας Παναγιά μας,

τα ονειρά τους ν’αληθευτούν

για την ονειρευτή ζωή

 που ‘χουν  παλαίψει να τη δούν!

45. ΑΛΕΞΑΝΤΡΑ ΣΙΑΜΠΑΝΗ, W.P.S

 

 

Η ΕΙΔΗΣΗ

 

Μια είδηση προκαλεί μια πρόκληση,

οι  κουρτίνες των παραδύρων

στο πρόσωπό  μου φτερουγίζουν...

Οι ζηλιάρηδες

δισταγμένοι απ’την είδηση την αγγελική

που μόλις έχει φθάσει;

«Χάος θα  γίνει στην ομίχλη»...

Ο κόσμος ξεντύνει

το νεκρικό φουστάνι...

Το  γυμνό του  σώμα

 πόσο  εξαντλημένο

σ’αυτό το  ξεγύμνωμα το «καπνισμένο»!...

 

ΤΟ ΞΕΓΥΜΝΩΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

 

Δεν  καταλαβαίνω

τι   μέσα μου  συμβαίνει,...

ο κόσμος  μου  φουντωμένος σε συγκρούσεις 

σε ασάφειες   και συμπλοκές

ένα  μίσος  με κλονίζει, 

η  αγάπη για σένα  με τριβελίζει;

Τι να’ σαι ταχα, αυταπάτη,

Φιξάρισμα,

Στοχασμός

ή   ζωγραφιστή Εικόνα

χωρίς πινέλο καλλιτ’εχνη,

κρεμάμενη κι ανάποδα     

σ’ενα ατελιέ, που  με γράμματα  χασάπη

έχουν γράφει  οι ταλαντούχοι κι οι ανάξιοι;

Να το φανερώσω θέλω...

Μα η αλήθεια

τη γύμνια της βγάζει στο φως,

  μένει λαξεμένη

στου   Καιρού τη μνήμη

κι η   κηλίδα μού μεγαλώνει

παράγωντας μόνον  σκοτάδι...

Που  νά’ βρω την ημέρα;!!

 

ΤΑ  ΜΙΣΑ

 

Το Λιοντάρρι είναι τρελό,

στα δόντια του τα «μπούτζινα»

σφίγγει μια καρδιά...

Το μισό της κόκκινη αίμα,

το αλλο μισό λευκό...

Το Λιοντάρι τρέχει παράφρονα

χωρίς να λογαριάζει  τους κανόνες

στο βάδισμα, στα, στο τρέξιμο,

ευχαριστημένο απ’ τη δίχρωμη καρδιά

δικιά μου... δικιά σου...

Τι σημάδι  ζώου έχει  το  Λιοντάρι

που  μια φαίνεται σαν ψάρι,  

την άλλη σαν  δανάλι

και την άλλη σαν Κάβουρας...

 

ΝΟΤΕΣ ΣΥΝΕΤΕΣ

 

Είναι γληκιά η περιέργεία  σου, μικρουλα,

Στην καταχνιά έχασες της πεθυμιάς τα ίχνη,

γιατί ζαλίστηκες αισθητά απ’ την ίδια τη ζώη.

Ξελογιάστηκες στα όνειρα,

Απ’ τη νοσταλγία  για πομπώδες αίνιγμα,

καρφώθηκες απ’ την πρόκληση μιας δύναμης σκληρής 

προσωτικής...

Σε τοίχους πνευματικού θεάματος να

 γεύοσουν τη χαμένη νιότη

γιατί σε ανάθεσαν

λάγαρη,

αδύνατη.

Σε σύρματα σκέψεων που έχουν  επιζήσει

ξεπερνά ιδέες,

αφημένες ότη μέση

που ζουν

με στήριζη

εκδήλωσης,

σήμερα,

αύριο,

σ’όλη τη ζωή.

Θυμήσου με,

ω  μικρούλα μου,

Το μέλλον σ’αρπάζει

με νότες αισιοδοξιας συνετές...

 

 

 

 

 

46. Ελευθερία Ι. Καλογέρη (Χότζα)

 

«Η μετανάστευση

                του Φεγγαριού»

 

 

                                      Ποίηση

 

Ελευθερία Ι. Καλογέρη (Χότζα) W.P.S

«Η μετανάστευση του Φεγγαριού»

Ποίηση

Λογοτεχνικός συντάχτης: Χριστάκι Σιαμπάνη I.W.A, W.P.S

                                          Κώστας Γκατζώνις W.P.S

Βιβλιοκρισία : Ύλκα Πόντε W.P.S

                          Αλεξάντρα Σιαμπάνη W.P.S

Εξώφυλλο: Maria Aquaro “Sogno”,

                    Luciana Sperti”La bellezza della vita »

                  

Γραφικές τέχνις: Νέβη Μούχο

Εκονογράφιση: Ερλίντ Χότζα

Μεταφραστής στα  ελληνικά: Κώστας Γκατζώνης W.P.S

 

Το βιβλίο εκδόθηκε υπό την  επιμέλεια

του Συνδέσμου Συγγραφέων και Ποιητών «PEGASI”Αλβανία,

με κέντρο Αργυρόκαστρο. 

 

Τηλ. ++3558465348      

 ++355682560401

 

 

Προσχέδιο- θάρρος μικρών «υδρογείων»,

 όπου εγκυμονεί την καλωσύνη λείπει…

 

Τα αστραπόβολήματα γεννιούνται ακριβώς εκεί που οι Ήλιοι συνομιλούν με  τα Φεγγάρια…, που τα ποτάμια παίρνουν ονόματα ταχύτητας και τα κύματά τους μετατρέπονται σε μεταφορικά σύμβολα… Οι Απόστολοι μιλάν με τη γλώσσα των Θεών κι ορκίζονται στο μάξιμουμ της μεγάλης λογικής βαρύτητας: «Το είπα και γλίτωσα την  ψυχή σου…» Ο Ουρανός παίρνει μια μετριοπαθή μορφή. Ο Ήλιος αλλάζει συνειδητά τη θέση με το εκλειπτικό Φεγγάρι.

Αρχίζουν οι πηγές να κινούνται ζωηρά σαν χέλια στον ουρανό, στη Γη, ανάμεσα  στη Γη και Oυρανό, στους στοχαστικούς ουρανούς και στους λογιστικούς πλανήτες. Όλα τα σημεία πηγάζουν! Τι μεγάλο ανάστημα ρίχνουν. Τι ικανότητα λαίμαργη κι ωθητική! Το φως ακτινοβολεί, μ’ ένα παράξενο φως και  τραγουδά το τραγούδι με αιφνιδιαστοκούς στίχους, που παράγονται σε Πάνθεα Ψυχής. Η συναισθηματικιά καταγόμενη από «νησιώτικο όνομα» Μεσοπόταμο με το ξεχωριστό της βλέμμα «σπέρνει σε  λιβάδια ψυχής» τα λούλουδά της, ίσως και μ’ ένα χρωματισμό, περισσότερο απ’ αυτούς που «σουλατσάραν» σε πεντάγραμμα ονείρων, ή από εκείνους που ζητούσαν τριφύλλι με τέσσερα φύλλα να κερδίσουν «ΤΗΝ ΩΡΑΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ»…

Δυναμική, που ποζάρει, που συστήνει ζωηρότητα με ομορφάδα, η οπτική γωνία από παντού, η απαράμιλλη, με μάτια εφευρέτη και παρατηρητή, που πιάνει τον παράδεισο και την άπιαστη άνθηση με συνηθισμένα μάτια, ή από λίγο πιο «σύνθετα», εκφράζουν λιρισμό, την πατρόνα της ονομασμένης λευτεριάς, που γλιτώνει από ένα «δανισμένο πεντάγραμμο από ένα κομμάτι ουρανού». Και  η Υδρόγειος στενεύει τη διάμετρο και το «πεντάγραμμο», παράξενα γεννάει τη νότα πάνω στο πεντάγραμμο, αρχίζει η Όγδοη Μέρα της Εβδομάδας της Αίσθησης και της έκρηξης του αισθήματος του «ντυμένου Βέλου», με ομοιότητα νύμφης, που τραγουδάει τραγούδια, ατραγούδιστα από πριν… Απ’ της ψυχής τα αγάλματα παίρνουν γλυπτική μορφή, πρωταγωνιστές, ήσυχες φύσεις, διαβολεμένες, παραδεισένιες, όλο καπνό, πρωτάκουστες αντιθέσεις με παρουσίαση διακεκριμένων φιγουρίνιων, κλωθογυρισμένες, δραστήριες και αδρανής, γκραβούρες, ζωγραφίσματα μοντέρνα, και όλα σε μια χορωδία παράξενα αρμονική τραγουδούν «ΤΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΟΚΤΕΤΟ ΤΗΣ ΕΥΡΕΣΗΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ ΠΟΥ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ», για να μή επαναληφθούν, ή φαντασμαγορία, το κάρφωμα, την παραμορφωμένη φορεσιά το «ζεπελίν»…

Σ’ αυτό το ανώτερο σημείο εκείνη η λεύτερη και η λαμπρή μελαχρινή, σχεδιάζει με θάρρος «υδρόγειο» μικρά, πού ‘χουν την καλοσύνη που λείπει, με το  κυματιστό μπουμπούκιασμα των λουλουδιών, που ζητάει «αθέρες» και το Καλό της Υδρογείου μια  γίνεται τροπικός, μια πολικός, ποτέ σκάει απ΄ τον καύσωνα, ποτέ παγώνει σε καταστάσεις πολύ παγωμένες… μετά  «ανάβει» σταλαγμίτες και σταλακτίτες  ανθισμένους με πάγο… Μόλις έρχεται η Άνοιξη, διακόπτεται στην μέση η πρασινάδα, η λέμφος μένει ακίνητη… Ο Χειμώνας χώνει τη μύτη του σ’ άλλες εποχές και οι ανιχνεύσεις  του κλονίζουν, λουφάζουν… Τα βήματα στην πορεία γίνονται πιο αργά.

Η Ελευθερία ταξιδεύει σε ένα αχανές, όπου το Φεγγάρι έχει μεταναστεύσει και μετανάστης, κουρασμένος πρωταγωνιστής, όπου η ημερομηνία γέννησης σβύνει υπάρξεις, οι πυραμίδες ούτε σκοτίζοντε να χαμηλώσουν τις κορφές τους, που η ζωή προχωρεί με διορθωτές λαθών, που οι γέφυρες εμπαίζουν τα ξηραμένα ποτάμια, και τα πορτοφόλια ξεστομιζούν κατάρες που μείναν αδειανά, που η φτώχια περιμένη από το σύννεφα να «ρίξουν» φλωριά, που τα πλαστικά πρόσωπα ανταγωνίζονται με τα  φυσικά πρόσωπα, που κερδίζουν σε διαγωνισμούς ενάντια στα  γεράματα σε τερατώδεις προσπάθειες και έτσι συνεχίζει η παρουσίαση αυτής της ποικιλόχρωμης θεματικής, η ευαισθησία στις « αναποδιές». Γίνεται γνωστός ο όμορφος κόσμος, με μυθικά «δωμάτια» γυναικών, οι πάνχρωμες απόψεις του κόσμου, επισκέψεις «όνειρα», καθώς επιδοκιμάζεται η αντίθεση, η επαφή, δίνεται το μήνυμα του μέλλοντος…

Ποιητικός τόμος: «Η μετανάστευση του Φεγγαριού» είναι μια  αναγκαία μεταφορά, στον καιρό της και προπάντων και μια ποιητική εξυπηρέτηση για μια  παγκόσμια ανταλλαγή άξιων, όπου ο Σύνδεσμος Δημιουργών «PEGASI”, μέλλος του οποίου είναι η συγγραφέας, έχει σχέσεις με πολλούς συνάδελφους στον Κόσμο και τώρα την αντιπαραβολή της  αξιοπρέπειας της  δημιουργίας δεν την έχει πλέον εντός της χώρας, αλλά και διεθνώς… Η παρουσίαση της πέτρινης πόλης μ’ ένα ειδικό στιλ, ο χειρισμός των  θεμάτων της  κοινωνικής «πληγής», οι προβλέψεις του μέλλοντος, το  τραγούδι για τα όμορφα παιδιά, όπως και το μεράκι της πλούτιας ψυχής της για τα φτωχά παιδιά του κόσμου, οι ανησυχίες της πάντα, καθώς και άλλα θέματα πλεγμένα με ένα προσωπικό στίλ, είναι σημεία ελκυστικά και εισηγήσεις τα οποία απαιτούν αναλυτική μελέτη. Η χρησιμοποίηση της γραφικής τέχνης, η μελετημένη ερμηνία για την ανακάλυψη των αγνώστων κάνουν τον τετράγλωσσο τόμο πιο ελκυστικό και για του συγγραφείς  τους ένα ξετύλιγμα αξιών,… ‘Ήταν μια υποχρέωση μου, ότι μια συγγραφέας, η οποία έχει την «αρχή» της δημιουργίας της, από ένα πρώην αγαπητό Τέχνικουμ και για μένα, του Δελβίνου, σαν μέλλος του Συνδέσμου των Διεθνών Συγγραφέων και Καλλιτεχνών, με κέντρο στο Οχάϊο των Η.Π.Α  και μέλος του Συνδέσμου των Σύγγρονων Ποιητών, να παρουσίαζα την ποιήτρια, με την πραγματική έννοια της λέξης, τη Ελευθερία Ι. Καλογέρη, (Χότζα), μια  διανοούμενη με πάθος στο  επαγγελματικό επίπεδο, επίπεδο με τις ιδιότητες μιας γυναίκας, που απαιτεί η σημερινή  πρόοδος και το  αυριανό κίνητρο σ’ αυτό το  πόνημα με διανοητική «θέληση». Σ’ αυτό το πλαίσιο θα  ήθελα να παρουσίαζα κάτι από τη δημιουργική «αργή» του «περιβάλλοντος» της Τεχνική Σχολής, που τό ‘ χω εκφράσει μ’ όλη την καρδιά σε ένα από τα έργα μου: «…Από τη μνήμη δε έχουν σβηστεί οι εντυπώσεις μου σε μορφή «στεφάνων». Η ανθρώπινη μνήμη είναι σαν μια μνήμη κομπιούτερ, η οποία κρατά διάπλατα και ζωντανά μέρη, αποαπάσματα που προβάλλουν στη ζωή. Δρα και το αναπόφευκτο προτσές της μνήμης. Όμως εμείς οι μαθητές της Τεχνικής Σχολής του Δελβίνου θυμούμαστε στα ζωντανά σαν «νωπογραφίες» εκείνη την ζωή με λαμπρές αποχρώσεις, μαγευτικές της κατάρτισής μας  για  να  συνεχίσουμε με τεμπεραμέντο της ιρίδος…

Και να  «Η μετανάστευση του Φεγγαριού» παρουσιάζεται σαν ένα τέτοιο «δημιούργημα»…

                                                       Χριστάκη Φ. Σιαμπάνη

Αργυρόκαστρο, Μάης 2007

 

Ι. Ζωή διόρθωση – λάθους

 

1. Ο προσδιορισμός  μου για τη ζωή

 

Η συζυγική ζωή

                     τόσο παραμυθένια,

….υπέροχη τη νιώθω, …

                σαν αρχόντισα  χωρίς έγνοια…

 

2.  «Η μετανάστευση» του Φεγγαριού

 

α.

Φ άνηκε στο παραθύρι το Φεγγάρι

                βγαίνει σαν η ψυχή της νύχτας,

                       χαϊδεύει μια λέξη βαριά

                              «ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ»,

                            την πίκρα του «πλήθους» ελαφρώνει…

 

β.

           «Που τάχα, σε ποιον τόπο,

                 έχει κρύψει την καρδιά;

                Που, σε ποιον τόπο την ψυχή;»

                    Ρωτούν τ’ αστέρια και ζητούν

                           τον ουρανό να ονομάσουν.

γ.

              Τρεμουλιαστά απαντάνε

                         Οι μετανάστες… 

 

 

3. Η εξιστόρηση του κουρασμένου μετανάστη

 

Ω, κουρασμένε μετανάστη,

πες στο Φεγγάρι τους τρόμους,

 τους αδιάντροπους που πάνω σου

                                            κρατάς…

Κι ο  μετανάστης καταντάει

σ’ έναν που λέει ξαφνικά,

ζητά το χρόνο να κερδίσει:

Τις τρομάρες, ω, Φεγγάρι,

στις λέω εσένα

και μόνον  εσένα…

Τα μυστικά διήγημα θα κάνω,

μα πώς δεν θυμάμαι,

από πού ν’ αρχίσω…

 

Τα παιδικά μου χρόνια

έχουν γίνει κομμάτια,

Τα νιάτα σιωπούν και ξεροβήχουν:

Τούτη η ζωή η ανυπόφορη

μάρτυρας  γιν’  κε  αληθινός

για αυτό έχεις δίκιο

εγώ δεν είμαι υποφερτός!

 

4. Ύπαρξη χωρίς γενέθλεια…

 

Στις φλέβες το αίμα μου κυκλοφορεί,

 σαν λάβα διάπυρη, ανακατωμένη,

Ισότητα σε τούτη  Γή !…

Παρακαλώ, όχι αστεία!

Ούτε την αρμονία μη ζητάτε,

Αυτή γενέθλεια δεν έχει

και έχει πλέον ξεχαστεί…

 

5. Μπορείς τάχα;

 

Μ μπορείς  τάχα, δικαίωμα να΄ χεις

να ζεις όπως το θέλεις,

για πρόσεχε ω, Φεγγάρι μου…

Μια  φωνή ακούω

και με σκλαβώνει με τη σιωπή,

το στόμα μου κλείνει,

τι να πώ…

Μην ετούτο,

μη εκείνο,

Τούτο όχι,

Εκείνο όχι!…

      Μα ποιο είναι το ναι;!

           Μα τι είναι αυτό  πάλι;

              Κάπως νευριάζω

                 με τις αδικίες

                     που το Φεγγάρι μου προκαλεί…

                         Τι «πυραμίδες» στητές

                               που δεν πέφτουν ποτέ. 

 

 

47. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΜΙΛΑΚΗΣ

 

«ΣΤΗΝ ΞΕΝΗΤΙΑ ΞΕΝΗΤΗΣ»

ποίηση

 

Λογοτεχνικός συντάχτης: Χρηστάκη  Σιαμπάνη

Βιβλιοκρισία: Jorgo Telo

Εξώφυλλο: Thoma  Selo

Γραφικές τέχνις: Elton Galanxhi

 

 

 

Copyright     ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΜΙΛΑΚΗΣ, 2007

ISBN

 

Τηλ. 0035588430159

0036946983928

Η εκτύπωση του βιβλίου

έγινε στο τυπογραφείο «Marin Barleti”

                         ΤΗΡΑΝΑ

 

 

 

I .

ΠΕΤΥΧΙΜΕΝΟΣ

 

Ολοι επυθιμιά το είχαμε για του γιου τα γάμο!

Πετυχιμένος για να βγει, πλούσιος, μεγάλος!

Αφού το συζητήσαμε, αρχίσαμε τη δράση...

Πήραν απόφαση οι γονείς, όλα να είναι εντάξει...

Στα παλιά εθίματα, να ‘χουμε κάποια βάσει...

γάμος μεγαλοπρεπής κανείς δεν θα το ξεχάσει...

Διακοσιοι καλεσμένοι έγειναν, το σπίτι καμαρώνει,

ο γαμπρός με τ’αδέρφια του, το οικονομικό οργανώνει...

Η χαρά άρχισε την ημέρα Πέμπτη,

και τη Δευτέρα το δειλινό τελείοσε το γλέντι.

Το πρωί την Κυριακή ήρθαν ει καλεσμένοι,

το σπιτι γέμισε, αγειος τόπος δεν μένει,

Το γέλιο τους κι η ομορφιά το σπίτι ομορφαίνει,

το καλό το γλέντι τους το σπίτι το παινεύει,

Χαρούμενο χορό κάνουνε, κοπελιές και παιδιά,

στο τραπέζι το τσιουγκρούνε η τρίτη γενιά!

Την Κυριακή το δειλινάκι, στήθηκε το τραγουδάκι.

Ο γαμπρός με τα κλαρίνα, τη νύφη πάει να πάρει,

 περήφανος, καπαρντιστός, είναι το παληκάρι,

 στο σπίτι τον περίμεναν γονείς και νύφη, το καμάρι.

Στο δωμάτιο περίμενε η νύφη στολισμένη,

το γέλιο και η ταπεινή φωνή την έκανε παινεμένει.

Δρόμο επήραν  για την εκκλησιά.

Χερι με χερι πιαστήκανε, γαμπρός και νύφη,

στην παρουσιά του παπά, έδεσαν την ψυχή τους.

‘Οταν στεφανωθήκανε, ήταν πια ενωμένοι,

στο σπίτι  η νύφη σαν έφτασε, η πεθερά την περιμένει.

Κουλούρια τσακισε της έριξε, η νύφη βάνει μέλι.

Στην πλατεία του χοριού εστήθηκε ο γάμος,

ο χορός τρεις σειρές, σ ‘όλη την πλατεία,

 το γέλιο κι η στολή, της γιορτής επιτυχία.

Δείπνος μεγάλος έγινε, τα τραπέζια γεμάτα,

στην κορφή του τραπεζιού ο γαμπρός κι η νύφη λάμπουν.

Τουρτα κόβουν την αγάπη δυναμώνουν.

Χαρά μεγάλη, χαρούμενη όλοι, εύχουνται τύχη νά ‘ χούν

Καρδιά μεγάλη του γαμπρού

                                         της νύφης καρδιά μεγάλη

Να ζήσουν, να γεράσουνε,

                               χαρουμένη φαμελιά να φτιάξουνε!...

 

Το χωριό γιορτάζει το Πάσχα!

 

‘Ολες τις μέρες της εβδομάδας λειτουργά η εκκλησία,

 το χωριό γιορτάζει τη γιορτή της Ορθοδοξίας.

Ποτέ δε θα τη χάσει, η πίστη του είναι η βάση.

Το Σάββατο λαμπρότερο, το βράδυ χαρουμενο το κάνει,

η Ανάσταση του Χριστού σε κάθε καρδιά χριστιανού πάνα,

όποιος την κρατεί την πίστη του δεν χάνει.

«Χριστός Ανέστη» το είπαν όλοι αγαπημένοι,

η καρδιά τους παστρική, στα προβλήματα ενωμένοι.

Το Πάσχα το γιορτάζουν με αβγά και λαμπάδες,

όλοι ευχιούνται λειτουργούν, μαζί με τους παπάδες.

Η φορεσιά ανθόκηπο κάνει την εκκλησία,

τούτος ο ενθουσιασμός αιώνια θαν ‘στην κοινωνία.

Σύφωνα με τα έθιμα η γιορτή συνεχίζει,

συνέχεια στης Πασχαλιάς τις μέρες,

στο βακούφι Παναγιά και Μοναστήρι.

‘Ολο το χωριό χαρούμενο ο κόσμος στολισμένος ανηφορίζει,

Η καμπάνα από το πρωί συχνά γλυκά χτυπάει,

ο κόσμος ετοιμάζεται στο Βακούφι να πάει.

Η ανοιξιάτικη φοτεσιά τους δρόμους ομορφαίνει,

όλοι ερόυτοι, χαρούμενοι με φαγοπότι φορτομένοι.

Η πρώτη παρουσιαστική στιγμή, γίνεται η λειτουργία,

ύστερα συνεχίζεται του καθενός η επιθυμία,

σε τούτη  ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα

                                              στη δροσιά και καθαρόν αέρα,

κατά ομάδες κάθουντε, σύμφωνα τα σόγια κι η παρέα.

Αβγά τσιουγκρούν και δίνουν την ευχή τους,

όλο αγάπη και χαρά με την οικογένεια μαζί τους.

Το φαγοπότι συνεχουν, το τραγούδι αρχίζουν,

Οι παρέες ομαρδικές σειρές χορό κραούνε, στήνουν,

μ’αγάπη κι   ενθουσιασμό, μεγάλο γλέντι κάνουν.

Με του ήλιου το βασίλεμα γυρίζουν στο χωριό,

χαρούμενοι όλοι στη γιορτή

                                               γλεντούνε συνεχίζουν!

 

Το μονοπάτι!

 

Το μονοπάτι πέρασα, βγήκα σε στενοδρόμι.

Πόρτα κλεισμένη με κλειδωνιά, μια κοπέλα στο μπαλκόνι.

Τα μαλλάκια της  έφτιαχε, το πρόσωπο της στολίζει...

κάθε νιος, όπου περνώ, το κορμί της ζηλέυει...

Δρόμο δεν προχώρησα, το μπαλκόνι κοιτάζω,

κίνηση κάνει, κάτω κοιτάει,

 με το γλυκό χαμόγελο θε να με ποθάει.

Κλειδί της εζήτησα ν’ανοίξω την πόρτα,

αυτή απάντησε κάνοντας στο μπαλκόνι βόλτα.

Μη ζηλεύεις γρήγορα να γνωριστούμε πρώτα,

κοπέλα σε επιθυμώ, δόσμου νια ευκαιρία,

χαρτί πήρε κι έγραψε ζωγραφιά την καρδιά,

κάτο το έριξε το έπιασα με μανία.

‘Όταν το διάβασα απάνω κοιτάω,

θα ‘ρθω στο μπαλκόνι της μίλησα, δεν παρακαλάω.

Το κλειδί της καρδιάς έριξε, ανοίγω την πόρτα,

μέσα προχώρησα να την συναντήσω,

φιλί με έδουσε, φιλί της αγάπης,

μαζί με την καρδιά μου μπίκα στη δικιά της.

Η αγάπη τρέφεται έρωτας συνεχήζει,

η καρδιά της στην καρδιά μου όλα  τα χαρίζει.

Απόφαση επήραμε οι δυο μας  να παντρευτούμε,

στην ευχή της εκκλησιάς

                                    να στεφανωθουμε!

 

Η ελπίδα, το κουράιο της ζωής

 

Η ελπίδα γενήθηκε με τη ζωή,

στις καρδιές των ανθρώπων ζει και λειτουργεί.

Το γύρο της κάνει, όπου υπάρχει καρδιά

το φάρμακο που γιατρεύει, το καλί περιμένει,

στη γεράτιά και νιά γενιά,

κανείς με παράπαονο να μη μένει.

Σε κάθε πρόβλημα παρών, η υπομονή στηρίζει,

το άγχος της καρδιάς πολεμά,

το καλό στη ζωή καλιεργεί και κερδίζει.

Χωρίς αέρα και  νερό δεν υπάρχει ζωή στη φύση,

 η ελπίδα στην καρδιά που πονά, τη στηρίζει, ανακουφίζει,

περνάει χαρούμενες στιγμές, περνά και στενοχώριες,

με μια καλή υπομονή, που την υποστηρίζει η ελπίδα.

Η δουλειά προχωρεί πεινά η ελπίδα φυτώνει,

 καλιεργημένη με το νου,

                                  την ψυχολογία επιμορφώνει!

Αξιότιμη ποιήτρια κα. Ευτηχία Καπαρδέλη

                                                                    ΠΑΤΡΑ

 

Σας ευχαριστούμε  για την τιμή που μας κάνατε, στέλνοντας μας τα ποιητικά σας έργα, τα οποία μας έχουν ενεργοποιήσει με τα θέματα που έχετε γράψει. Στο περιοδικό «PEGASI» θα καθρεφτιστούν και μερικά από  τα δημιούργημα τα σας.

 

 Με εκτίμηση

Χρηστάκης Σιαμπάνη, συγγραφέας, ποιητής

Κώστας Γκατζώνης  φιλόλογος

 

Ο Χριστάκης Σιαμπάνης είναι ένας συγγραφέας στο χώρο της αλβανικής λογοτεχνίας, που σίγουρα είναι να προσφέρει

πολλά στο κόσμο της διανόησης ξεπερνώντας τα στενά γεωγραφικά όρια της πατρίδας του. Σε μια εποχή δραματικών πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, όπου η Ευρώπη  ιδιαίτερα η Βαλκανική βρίσκεται κυριολεκτικά στο μάτι του κυκλώνα» της λεγόμενης Νέας Τάξης Πραγμάτων, βαθυστόχαστο προφητικό και ανήσυχο πνεύμα του Σιαμπάνη ταξιδεύει μέσα από τα έργα του, σε έναν κόσμο «νέων» διαστάσεων. Η ανησυχία και η αισιοδοξία, αβεβαιότητα και η σιγουριά, η πραγματικότητα και η φαντασία, ο ρεαλισμός και η μυθολογία, ο μοντερνισμός και η παράδοση, παρουσιάζονται σε μια εντυπωσιακή διαπλοκή στο έργο του, δείχνοντας τις αποκαλυπτικές ικανότητες και τον δυναμισμό του Σιαμπάνη,που στέλνει πανανθρώπινα μηνύματα υψηλών πνευματικών αξιών. Έρωτας, Αγάπης, δικαιοσύνη, Ισότητα, Ελπίδα είναι μερικά από τα στοιχεία που διαβλέπει ο αναγνώστης στον Χρηστάκη Σιαμπάνη. Το έργο του αυτό που παρουσιάζουμε, είναι μια Μίκη πρόγευση, αφού περιμένουμε ανυπόμονα την έκδοση των επόμενων ποιημάτων του, ‘Ο ελευθερωμένος Προφήτης», «Το λιβάδι των Νυμφών», «Ο άνθρωπος - ιδιοκτησία τριών κρατών» και «Είμαι μια νότα παραπάνω στο πεντάγραμμο».

Αθήνα, Ιανουάριος 1998

Ευθύμιος Χατζηϊωάννου

Συγγραφέας- Εκδότης «ΑΤΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ»

ΧΡΗΣΤΑΚΗ ΣΙΑΜΠΑΝΗ

Η ΤΑΠΕΙΝΩΜΕΝΗ ΑΡΕΤΗ Ποίηση

«ΕΥΡΩΕΛΛΙΝΙΚΗ» ΑΘΗΝΑ, 1998

Χρηστάκη Σιαμπάνη

«Η ταπεινωμένη αρετή»

ποίηση

Συντάκτης: Ευθύμιος Χατζηϊώαννου

Μεταφραστής: Κώστας Γκατζώνης

 

***

Όταν  τα δάκρυα αρχίζουν να τρέχουν, οι Αρετές παν να ταπεινωθούν...

Ο άνθρωπος με σαρκασμό ρωτάει ΤΗΝ ΟΝΤΟΤΗΤΑ :

«Τι μου’ χει μείνει απ’ τον  «ΑΝΘΡΩΠΟ;»

 Η Οντότητα σιωπά με μια πρωτοφανή βουβαμάρα...

Τα δάκρυα δείχνουν μονάχα αδυναμίες , η ζητούν τα κρυφά τους συνώνυμα...

Ο άνθρωπος χάνει τη μεγάλη του  ιδιοκτησία  « ΤΟ ΟΝΟΜΑ»...

Τα Ληξιαρχεία συντάσσουν Πιστοποιητικά Γεννήσεως με  «ονόματα» νέα...

Το έθνος  ξεπλέκει την «Πλεξούδα»... Το Κράτος αφανίζεται σα νεκρός...

Οι ταπεινωμένες Αρετές εφεσιβάλλουν:

 «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΗ ΜΑΣ  ΤΑΠΕΙΝΩΝΕΤΑΙ...»

                  Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

 

« Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΓΙΝΕΤΑΙ,

ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ...»

 

1.  Ξανασκοτώθηκε  ο Προφήτης:

Αναρριχάται ο Πίθηκας...

Ξαναζωντάνεψε ο Προφήτης :

Την ημέρα τα διαβάζω

                   ήρεμα, στρωτά!...

!!!

 

 

2. “Ο TΙΕΡ» -

ο Κοντοπίδαρος,

Ο Γέρος- «ΤΙΕΡ»

σε ΠΑΓΙΔΑ έπεσε

με τον «ΝΤΥΠΕΝ» τον δικηγόρο,

η παγίδα φέρει τη υπογραφή

«Ο Χοντράνθρωπος...»

***

Στην πλειάδα τω στραταρχών 

Ο μικρός ΔΕΚΑΝΕΑΣ «ΟΛΑΦ»...

                             ΠΑΓΙΔΑ

 

*

3. Οι ΘΕΟΙ  πληγώθηκαν

θανατερά, τους είδατε; ...

Τα δάκρυα κυλούσαν  παιχνιδίζοντας,

«οι ψυχές» την καρδιά,

απ’ τους πόνους σου ραγίζουν,

μεγάλος ψυχικός κλονισμός,

σαν οι θεοί  πληγώνονται,

άσε σαν θανατώνονται!...

Οι τραγικές μάχες

του ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

στο αρχαίο ΘΕΑΤΡΟ...

Ξαναπληγώνουνται σήμερα κομικά,

το γέλιο τους έτοιμο

να ξεσπάσει σαν καταρράκτης.

Οι θάνατοι τις φτερούγες του

αλλάζουν σαν πόλους,

Κάποιοι με επωμίδες

σιγά χειροκροτούν! 

...απ’ τις Κορυφές πέφτουν

 σαν ΚΟΥΚΛΕΣ...,

μαζί με την Ομαλή

και λεία Πράξη!

ΤΟ ΠΛΗΓΩΜΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

 

 

*

4.Η Αρετή «γεννάει»

τις δυο πορνείες :

δυο αντίθετα φύλα...

Η κακιά συνήθεια μένει πάντα

η' ίδια...

Δύσκολα να γίνει νοητό

το αποτέλεσμα

των δύο προσθετέων:

«Η αιώνια θεία δίκη,

του άνδρα...»

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: 

«ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΜΑΤΙ

ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ»

Η ΕΠΙΓΡΑΦΗ

 

 

*

5. Οι «βασιλιάδες» ανεβαίνουν

και κατεβαίvουν  απ’ τους θρόνους,

Οι  «Βικάριοι» του Μπρέγι

στους ίδιους ρόλους,

     μόνον αλλάζουν

  τα πανιά τους,

                  σαν προσωπίδες...

ΟΙ ΒΙΚΑΡΙΟΙ

 

*

7. Λάμπει σαν άσπρο δόντι

(σε θαμπώνει η ασπράδα του Μαρμάρου),

ο Πόλος τον πόλο νιώθει...

Η έγνοια  «Δέντρο του μυστηρίου»,

στάζει ο χυμός τους,

να ρουφηχτεί στάλα τη στάλα...

Το άσπρο χρώμα ξεχνά τη μέρα,...

τον αιώνα:

Ο μονομάχος το μάτι δείχνει

τον Ταύρο να νικήσει!

Η ΑΣΠΡΗ ΣΚΛΑΒΙΑ!

 

*

8.Του Μούρφ θέλω να μοιάσω,

σα δίδυμος,

μα δεν μ’ αφήνουν...

Να παίξω τον ΠΟΛΥΔΩΡΑ

ο δείχτης του χεριού

μου υποδείχνει,

Η  κακοψύχια  ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ

τα καπούλια της καθίζει

 στην πολυθρόνα!

Ο ΠΟΛΥΔΩΡΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΜΟΥΡΦ

 

 

9. Το  πουγγί  κουνιέται

 σαν Φορτουνάλης,

το μαγικό  πουγγί...,

Το πουγγί, ίσως,

 να ‘ναι  τελείως αδειανό,…

Το τίναγμα στο χέρι

του Νέου Φορτουνάλ

σου δίνει την εντύπωση

πως είναι γεμάτο...

Μακάρι να’ χουμε πουγγιά

παραμυθένια, τέτοια.

Ω!  Ορτανσία να τα κουνάμε

έτσι άσκοπα,

να μας ζεστάνουν

την Καταχνιά,

Τα τρένα

          είναι σαν οι «γυναίκες»,

Μονάχα Αναμονή

στο Σταθμό!...

« Ο ΦΟΡΤΟΥΝΑΛ» ΑΛΒΑΝΙΣΤΙ

 

 

*

10. Ποιος δεν πειράχτηκε

απ’ τη μιγάδα ομορφιά,

θρεμμένη σε τροπικό λιοπύρι,

Μεγάλη  κάμα...

Φλόγα μαγευτικών « βαμπίρων »

μετά τα θύματα σαν πίνουν

το δέλεαρ του καλλίγραμμου στήθους,

σαν στάζει ακράτητα χυμός μαστού,

που το ρουφούν οι ευρωπαίοι

με τα λευκά τους δόντια,

σε τελετή κεφιού γκαστρωμένοι

με μελωδικές νότες..

Οι γραμμές κλείνουν

στην τελευταία πράξη

στους γλουτούς

του ομαλούς και λείους,

που τριβελίζει τους πόθους, 

σε πεσμένο ουρανό

και σπαρτάρισμα ματιού...

Αχ, ω γνώμη,

το λιοπύρι σ’ έδεσε

με τα δυο χέρια αόρατο!...

ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ

 

 

*

11. Το μάτι,  ζητά το μάτι  του.

 Σάστισε το Μάτι,

σαν σε στιγμή αναμονής.

Η δίψα φτάνει

στα κατακόρυφα 

«ΡΟΣΤΕΡΕ» - βραβείο αρετής

αμοιβή με στεφάνι

από τριαντάφυλλα

την πιο ενάρετη κοπέλα,

που κοκκινίζει απ’ τα κοιτάγματα:

Τα ταπιά της Ομορφιάς,

ιδιοχρησία της Τιμής...

(Κουραστικό να βρίσκεις 

μια βελόνα στον Λαβύρινθο...)

Μια επιφώνηση απ’ τα βάθη

της ψυχής αφήνει,

και ένα «Αχ» στο φινάλε

περνά σε Νότα πενταγράμμου,

Η ελλανοδίκη - ΕΓΩ,

δυσαρεστημένος,

κι εκείνη που πάει

για πρωτεία...

Ωχ, γοργόφτερη, ωχ!

ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ «ΡΟΣΤΕΡΕ»

 

 

*

12. Σαν μοναχοκόρη

την χαϊδεύω,

τα φύλλα της μετράω,

σαν μέρες,

 σαν χρόνια...

Καταλαγιάζω

σαν γεννηθεί η πλάση

«ΗΑΒΕΝΤ SUA FATA LIBELI » * 1)

 Φέρτε μου τον Οράτιο

Μάουρι  Τέρενς...

Την Τύχη *«Κάθε βιβλίο έχει την τύχη του»

 

 

*

13. Το νιώθω  και το ξέρω

πως φίλους δεν  έχω:

 Μια μέρα που ’θελα

ν’ «αυτοκτονήσω»,

κανείς δε με ζύγωσε

να μου πει:

 «Μην αυτοκτονείς... μη!»

Τα δακρυσμένα μάτια

 του σκύλου μου,

 μονάχα,

σαν να μου’  λεγαν:

«Μη, μη, ΑΦΕΝΤΗ ΜΟΥ!...»

                ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΧΕΙΡΑ

 

 

*

14. Ευωδιασμένη νύχτα

γεμάτη αρώματα

την ηδονή ξυπνάει,…

Η πόρνη,  ξεβαμμένος

χαλικότοπος

ξεπροβοδίζει το συνέταιρο.

 Η νύχτα ατέλειωτη,

Νύχτα με ΕΥΩΔΙΕΣ,

απ’ όλα τα χρώματα,

το πιο τέλειο «ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ».

ΑΡΩΜΑΤΑ

 

*

15.Ο πεισματάρης ο φονιάς

κλαίει τους  εχθρούς  τους

                σκοτωμένους…

*   *   *

Δάκρυα ύποπτα

ούτε και θα

              «στεγνώσουν».

ΠΕΙΣΜΑΤΩΜΑ

 

*

16. «Η αυγή»

εξασκημένη

στο κολύμπι,

 « Όμοιων της κάνει

τον άνδρα σε νύχτα».

Παράξενο μ’ αυτά

που  σήμερα συμβαίνουν:

«Ο άντρας να σπάει σαν τζάμι!»

ΓΥΝ...

 

 

*

17. Το αρνητικό τοπίο,

ίσως, το πιο ευτυχισμένο...

 Σι, να, πι, ακούει και νιώθει

το Παραμύθι του Βράτκου,

 με του μολυβιού τη μύτη

κάνει πρόκληση, 

ανοίγει στήλες άφωνες,

απ’ τα πηγάδια κάδους βγάζει,

τάφους χωρίς σημάδια ανασκαλεύει,

σκελετούς χωρίς κιβούρια εξωραΐζει

με μολυβιού λουλούδια,

(Το μολύβι τραγουδά το Ελεγείο...)

στα «μεγάλα» κεφάλια

τους κισσούς φανερώνει ,

ο κισσός κιτρινίζει,

Τα δόντια του «Ιμπεριαλισμού αποσπάει,

(Το μολύβι σπάει το Χάρτη...)

Αγώνας με ένα δαμάλι ασυγκράτητο,…

Νιώθω τη μοναξιά του

στις γελοιογραφίες,

οι ορφανές γελοιογραφίες

ζητούν αέρα, λεύτερο,

το σύστημα, όμως, κάνει

βήματα μισά- λειψά...

η στιγμή, όμως, σου δίνει τη δόξα,

στο στίχο προσθέτει τρεις συλλαβές:

Σι +να + πι = ΣΙΝΑΠΙ

Η μοναξιά δεν πνίγει...

Οι καρικατούρες

από  τα «κελιά» βαίνουν!

ΣΙΝΑΠΙ  

 

«Η ΕΝΤΙΜΟΤΗΤΑ

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥΡΙΤΑΝΗ»

Σαίξπηρ

 

18. Φτάνει μονάχα

 ένας στίχος

το κορίτσι, την παρθενιά του χάνει,

Μια νύχτα, φτάνει

κι η γνώμη μένει έγκυος.

Φτάνει μόνο μια

αναμμένη θράκα

κι η πληθώρα των αισθημάτων

να πει: «Γεννώ!»

Αχ, το κορίτσι

με τα γαλάζια μάτια,

το αποπλάνησε

ο αστός αριστοκράτης,…

«Αχ, ψυχή μου,

 από τα σώθηκα μου έβγα!...»

ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ  ΠΟΙΗΤΕΣ

 

 

*

19. Η υποκριτική αγνότητα 

συνηθισμένη κωμική:

Η φήμη π’ απόχτησε - Ο πρώτος

που αναζητά,

πάτησε το γοητευτικό μάτι...

Ο «μεροκαματιάρης» ποιητής

ο πιο ευχάριστος στο όμορφο λιβάδι,

Αναστενάζει και ρωτά....:

«Πότε;»

«Ένα ακριβό κουμπί

ξεκουμπώνεται μόνο του:

«Τώρα... Εδώ...»

την απάντηση παίρνει.

« Ο μεροκαματιάρης «Αργάτης»

τα χάνει όλα!

ΠΟΥΡΙΤΑΝΟΙ

 

*

20. Ο Όμηρος μου’ έρχονταν πίσω μου,

 παραξενεύτηκα...

Ανεπάντεχα βγήκε

από τ’ άγαλμα  της παλιάς βουλής,

Το αρχαίο θέατρο μέριασε...

Ο καλός Όμηρος

ο πιο καλός από  όλους τους θεούς του,

από μακριά μου φώναξε:

«Περίμενέ με..., μαζί

να τραβήξουμε το δρόμο

μέχρι τ’ αγάλματα»...

Ξαφνιάστηκα, για λίγο...

«Ο καλός Όμηρος με γνωρίζει...»

φώναξα.

Οι  γειτόνοι  μ’ άκουσαν,

το κεφάλι γύρισα...

Ο Όμηρος  είχε ξαναμπεί

στο άδειο άγαλμα,

έλαμπε το μαγικό μάτι

του έργου...

ΟΝΕΙΡΟ

 

*

21. ΣΕΣΙΛΕ, ω! Βασίλισσα

του χορού 

γεμάτου λάμψη,…

Το κελί των γερμανών

σου’  δέσε τα πόδια,

στο «ΠΑΡΙΣΙ» χορεύουν

με μεράκι...,

Κουνιούνται τα κλειδιά

στο στήθος της  δεσμοφύλακας

σαν «καμπάνα» με ρολόγια,…

Το κελί σου δένει τα πόδια,

στη «ΡΩΜΗ» χορεύουν...

 ...

 Δυο μάτια καίνε μια καρδιά,

στα πρώτα αισθήματα

τρικλοποδιά βάζουν, ΣΕΣΙΛΕ,

«Ο εραστής» ξεχνάει

το κελί των γερμανών,

Στη «ΜΑΔΡΙΤΗ» χορεύουν...

(Άραγε, τι γίνεται στα ΤΙΡΑΝΑ;!)

...

Οι πράξεις χάνουν τη σειρά:

«Δυο πόδια κοκαλιάρικα

στον ουρανό σηκώνει

αυτός ο ΚΟΣΜΟΣ».

...

Ξάφνου τα πόδια λευτερώνονται,…

Στο κελί αρχίζουν πάλι

να χορεύουν,... ΣΕΣΙΣΕ.

Άπαγε, τι γίνεται στα.………

ΤΟ ΚΕΛΙ

ΤΗΣ ΣΕΣΙΛΕΣ «ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ»

 

 

*

22. Πού να ζητήσω

το βάδισμα που μου’ έκλεψαν;

Το αρχαίο θέατρο μ’ ανοίγει το δρόμο:

 Απ’ τα αυτοκίνητα

βγαίνουν οι ΚΥΡΙΟΙ:

«Γλιτώνω απ’ την καρφίτσα

της ΚΟΛΑΚΕΙΑΣ...»

Στο ρηχό πιάτο που  σερβίρεται

(που το κρατούν χέρια άσπρα

σαν γάλα)

με περιμένουν τα ΠΟΤΗΡΙΑ!

Πιο καλά είναι

δυο αναμμένα  μάτια

να μου «κλέψουν» το στίχο,…

Η Ομορφιά μόνη

τους Ποιητές  ελευθερώνει.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

Μη χάνετε ποτέ

την πολύ ευτυχισμένη:

« Η ΩΦΕΛΕΙΑ απαντάει,

την ακούς;!»

***

 

1.

Μπήκα στο μάτι της θάλασσας

Κολύμπησα με βλέφαρα ματιών

Τη λάβρα την άφησα

στο στήθος της πριγκίπισσας

η αναζήτηση είναι όλο πυρετός

Σε « πικραμένο δίλημμα” είμαι 

να ρίξω άγκυρα στις όχθες βλεφαρίδων;

 

Αργυρόκαστρο 1987

 

2.

Ορφάνια

 

Σκάω απώ κλεισμένο πείσμα

σαν μια φουσκαλίδα σαπουνιού σκάω...

Άπο’ δω απ’ εκεί πεταγμένες

φιλία,

στιγμές αγκαλιασμένες, 

με κατεβασμένο κεφάλι κάθονται

Λιώνει  ένα δακτυλίδι

χάνει το όνομα

στο καταδικασμένο σκοτάδι!

 

Τίρανα 1989

 

 

 

 

 

 

«Γέφυρα» 

 

 

Ένα ακόμη λογοτεχνικό περιοδικό

 

…Με το «ΚΕΛΑΙΝΩ» ανάπτουμε, έρχεται να προστεθεί στα όσι κυκλοφορούνται στην χώρα μας λογοτεχνικά περιοδικά προσφέροντας σε κάθε Λογοτέχνη, Καλλιτέχνη και Δημιουργό, σε κάθε ανήσυχο πνεύμα, φιλόξενο χώρο για να  προβάλλει την δουλεία του, τις σκέψεις του, τις προτάσεις του. Ανοίγεται έτσι ένας πολύτιμος δίαυλος επικοινωνίας με τους συνάδελφους του, γιατί το περιοδικό διαβάζεται και από τους φίλους της Λογοτεχνίας οι οποίοι θέλουν να είναι ενήμεροι για όσα συμβαίνουν σήμερα στο χώρο μας….

 

Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη («ΚΕΛΑΙΝΩ» Τεύχος 3 - ον 2002)

 

 

Ρούλα Δημητροκάλη

 

ΞΑΣΤΕΡΟ

 

Μια  ομάδα ρομαντική…

Μια πορεία μαχητική…

Μια ανάσα διαχρονική.

Μια καμπάνα ασταμάτητη…

Μια οντότητα αδιασάλευτη…

Μια νύμφη, ντυμένη λευκά!

Ένα κέντρο…

Ένας πυρήνας γεμάτος χυμούς!

Ποιητές του κόσμου ελατέ

 ο χείμαρρος ξεκίνησε τον δρόμο του

ο βράχος στεριώθηκε βαθιά στην γη

το κλαδί ελιάς, μετουσίωσε τον κόσμο ο

 ορίζοντας, βάθυνε στο άπαν

οι αποστάσεις, δυο ανάσες φως!

Το μονοπάτι πλάτυνε…

θα μας χωρέσει όλους 

Η πόρτα του «ξάστερο» ανοιχτή

Η σκέψη της Ιδρύτριας,

« φτερά των οριζόντων»

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ- ΖΑΛΩΝΕΙ

 

Ποιήτρια, Δοκιμιογράφος, διηγηματογράφος

 

Το λογοτεχνικό πνευματικό της έργο, το διακρίνει έντονος λυρισμός  και βαθιά ανθρώπινη ευαισθησία. Αγωνίζεται, παλεύει για έναν κόσμο όπου θα βασιλεύει η αγάπη. Μετέχει σε λογοτεχνικά συμπόσια και ποιητικά Φεστιβάλ και σε πολλές παρόμοιες εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει βραβευθεί με πολλά διεθνή και πανελλήνια βραβεία για το λογοτεχνικό της έργο, τις εκδοτικές της δραστηριότητες και τις δραστηριότητες του λογοτεχνικού της Ομίλου που ίδρυσε και προεδρεύει. Ποιήματά της δημοσιεύονται σε περιοδικά και εφημερίδες της Ελλάδας και του εξωτερικού στην ελληνική γλώσσα και μεταφρασμένα). Το βιβλίο της «Καλπασμός τους Γαλάζιου Αλόγου» έχει μεταφρασθεί στην Αλβανία, όπου και παρουσιάσθηκε από τις εταιρία λογοτεχνών «PEGASI» σε ανάλογες λογοτεχνικές εκπομπές και έντυπα. Έχει δημοσιοποιήσει    ….βιβλία και συμπεριλαμβάνεται σε επτά ανθολογίες, οι δύο παγκόσμιες.

Εκδίδει το περιοδικό  λόγου, τέχνης και πολιτισμού ΚΕΛΑΙΝΩ  και είναι διευθύντρια  και αρχισυντάκτρια της πολιτιστικής εφημερίδας ΚΡΙΤΟΒΟΥΛΟΣ. Ανακηρύχθηκε από την Σύγκλητο της ΑCCADEMIA FERDINANDEA της Κατάνια  της Ιταλίας ακαδημαικό μέλος «επί τιμή» επίσης από το WORLD ACADEMY ARTS AND CULTURE της Aμερικής, ακαδημαϊκό…. μέλος «δια βίου». Είναι μέλος της SOCIETA STORICA, CATANES και τακτικό μέλος του Παγκόσμου Οργανισμού της UNESCO, όπου υπηρετεί ως Τομεάρχης  Εκπαίδευσης και  Πολιτισμού στο Όμιλο UNESCO ΑΤΤΙΚΙΣ. Διδάκτωρ Λογοτεχνίας στο Ιουστιάνειο Οικουμενικό Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης. Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, της Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών καθώς και άλλων πολιτιστικών, κοινωνικών και ανθρωπιστικών  Όμιλων.  Είναι ιδρύτρια και πρόεδρος του Λογοτεχνικού  Ομίλου «Ζαλώνη»Ø, με το διακριτικό τίτλο «ξάστερον». Εκτός από τα Ελληνικά πολιτιστικά σπουδάζει και ασχολείται με την ζωγραφική και την βυζαντινή αγιογραφία.

 

 

1. Παναγιώτα Χριστοπούλου- Ζαλώνει

 

Ειρήνη φοβάμαι

 

Αγαπημένοι μου Ειρήνη

 φοβάμαι…

 Ακούω έξω τα ουρλιαχτά των λύκων.

Βλέπω απ’ το παράθυρο μου την Ιστορία

να παίζει γύρω μου από τη φωτιά

και το σίδερο.

Ειρήνη φοβάμαι…

Χαμήλωσαν τα φώτα,

δεν βλέπω το αύριο…

Πολύ δυσδιάκριτο.

Φοβάμαι και κλαίω.

Κατέβα καλή μας Ειρήνη στην γη.

Μη σωπάσουν όλα…

Φοβάμαι τη νεκρική σιγή.

Ειρήνη, κόρη του Θριάμβου, πρόφτασε…

Σώσε το χθες και φώτισε το αύριο.

Την αδελφή σου την Αγάπη επικαλέσου.

Τρέξτε, προφτάστε.

Τρέμουνε τα παλιά και τα πουλιά.

Όλη η πλάση τρέμει

και φοβάται… τρέξτε. 

Όλα του κόσμου τα πεδιά 

πρέπει να ζήσουν,

σαν τα μικρά κρινάκια,

να ανθίσουν…

Πρέπει κι οι μυγδαλιές του χρόνου,

να ξανακαρπίσουν.

 

Panagiota Christopoyloy- Zaloni

 

Ho paura, cara Pace

Mia cara Pace ho paura…

Sento gli ululati dei lupi.

Vedo la Storia dalla mia finestra

giocare attorno al fuoco e il ferro.

 Pace ho paura.

Le luci si sono abasate

non vedo il domani…

Molto difficile da distinguere.

Ho paura e piango.

 Nostra cara Pace scendi alla terra.

Che non tutto taccia.

Ho paura del silenzio della tomba…

Pace figlia del Trionfo,

arriva in tempo.

Richiamati alla tua sorella, l’ Amore.

Correte, fate in tempo.

Tremano I rragazzi e gli ucceli.

Tutta la creazione trema

ed  ha paura… Correte.

I ragazzi di tutto il mondo

devono vivere

 come i piccoli gigli, devono fiorire

 i mandorli

 e frutticare l’anno prossimo.

 Tradutto di Sig. Anastassois Andreou

 

Ce soir

La peur et la terreur

gravissent mes paroles.

« Meuntres de vengeance, ne faites pas ».

 Ne passez pas les rives de la vengeance. 

Laissez le soleil, avec nous,

ne le touchez pas,

 ne  de’passez pas « ces multiples flammes ».

Laissez la lune

se coucher, immense argent d’or,

dans des Etats heureux

 avec beaucoup de maisons toutes blanches,

avec des fenetre’s du co’te’, de  la mer.

 Pas d’autres flammes.

 Pas d’ autres cris de douleur.

Translated by : Antonio Zaloni

 

2. ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ ΓΑΪΑΤΑΝΑΚΗ

 

ΕΛΛΑΔΑ

 

1.

Πάντα για σε, Πατρίδα μου, περήφανη θα νιώθω.

Μέσα μου έχω έναν καημό κι ένα μεγάλο πόθο.

Λυπάμαι για το ένδοξο το παρελθόν που φθίνει,

Θλίβομαι για  το σήμερα και το κακό που αφήνει.

 

2.

Τ’ αθάνατα μνημεία σου σκόνη δεν τα σκεπάζει

σεισμοί δεν τα κουνήσανε, τ’ αγιάζι δεν τα νοιάζει.

Το Σούνιο, η Ακρόπολη, τ’ αρχαία θέατρα σου,

Το μεγαλείο σου υμνούν, τα κατορθώματα σου.

 

3.

Τα καταπράσινα βουνά, τα γραφικά νησιά σου,

τα χωριουδάκια, οι ναοί, η πλέρια ομορφιά σου

έχουν, Πατρίδα μου γλυκιά, τη θεία ευλογία,

το αιώνιο φως και τη χαρά, την πλήρη αρμονία.

4.

Του ήλιου καθρεφτίσματα στα γαλανά νερά σου,

το φεγγαριού το αχνό φως στα μέρη σου, τα ιερά σου,

κάτι το μυστηριακό, το Θελκτικό εικονίζουν,

βαρκούλες και τα όνειρα στο Αιγαίο αρμενίζουν.

 

5.

Απ’ άκρη σ’ άκρη, Ελλάδα μου, το φως σου δεν χορταίνω 

και στον πηγών σου τα νερά για λίγο ξαποσταίνω.

Σαν    ταξιδιάρικο πουλί θέλω να τριγυρίσω,

Πατρίδα μου, τα μέρη  σου και να τα τραγουδήσω.

 

6.

Μα είναι οι στίχοι μου φτωχοί για να σε περιγράφουν,

της ομορφιάς σου αδυνατούν τον πίνακα να φτιάξουν.

Συ μου θερμαίνεις την ψυχή μου διώχνεις κάθε πόνο,

παίρνω το δρόμο της κι ολούθε σ’ ανταμώνω…

 

3. Νίκος Μπατσικανής

 

Απουσίες

Ακούω το  ρυθμό,

μοναξιάς πλατάγισμα.

Νιώθω το κενό…

αγγίζοντας τις φλέβες.

Μόνο τον ίσκιο μου

βλέπω της νύχτες…

η μόνη παρουσία.

 Ηχώ τα λόγια μου

στον τοίχο της σιωπής…

δε μ’ αποκρίνεται

κανείς.

Πασχίζοντας να δω 

αν υπάρχω,

αισθάνομαι το κενό…

η μόνη παρουσία.

 

Χαμένο είδωλο,

καθώς τα όνειρά μου,

στο μάλαμα του χρόνου,

- όχι του καθρέπτη-

των αισθήσεων…

ξεθωριασμένες…

η μόνη παρουσία.

 

 

4. ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΠΑΡΔΕΛΗ (ΠΑΤΡΑ)

 

ΕΝΑ ΓΛΥΚΟ ΛΕΥΚΟ ΦΩΣ

 

Ένα γλυκό λευκό Φως

το χαμόγελο της αυγής

μια φλόγα από

τον πυρσό της ζωής.

Ένα γλυκό λευκό φως

στην βαρυχειμωνιά

ξεφυλλίζει την καρδιά…

… ζεστή… την κρατά.

Ένα γλυκό λευκό Φως

σκεπάζει το τρυφερό σου σώμα

με φιλιά και δάκρυα.

Ένα γλυκό λευκό Φως

δάκρυα αγγέλων σε μάτια  παιδιών…

όταν τα χεράκια τους απλώνουν

στα κουρασμένα χέρια των γονιών.

Ένα γλυκό λευκό Φως

Καινούργιυος κόσμους

με μια νέα ακούραστη

ελπίδα… αναζητά.

 

 

5. Ντίνος Κουμπάτης

 

Στα’ Όρια των Ωρών

Στα Όρια στέκω των Ωρών

και όσα πέρασαν

μοιάζουν λεπτά χαμένα μες το χρόνο.

Στα Όρια στέκω των Ωρών

και όσα έρχονται

ανώφελα τους χτύπους θα φέρουν.

Τα χρονικά μας όρια κάπου ψεύτικα.

 Και τα ρολόγια κάπου άσκοπα μετράνε.

Οι ώρες, μια δικιά μου απατηλή εφεύρεση

για να ξεχνιέμαι στο άσκοπο το μέτρημα τους.

 

Προσκύνημα

Ο χάρτης του κόσμου σου άβυσσος

 και η καρδιά σου άβατος Παράδεισος.

Τα   τάματα του πόθου μου τα χίλια

ευγνώμονα κρεμάστηκαν

στα άγια σου τα χείλια.

 

6. Γιώργος  Ι. Μπότης

 

Ρώτησα

Ρώτησα το κύμα που πελάγου

και το Βυθό της θάλασσας.

Το θρόισμα των ανεμών

και τη σιγαλιά της νύχτας.

Τις ψηλές κορφές των βουνών

και την ανάσα των εργατών των ορυχείων.

το γλυκοχάραμα της αυγής

και το ηλιοβασίλεμα του δειλινού.

Τον αλαλαγμό της χαράς

και το βουβό κλάμα που πόνου:

Ποιον βλέπουν στη ζωή ευτυχισμένο;

Και όλα μου απάντησαν μαζί

Εκείνον που αγάπησε πολύ.

 

7. Ζαννέτα Καλύβα Παπαϊωάννου

 

Μοναξιά

Βόλτα στην Πάρο έκανα

μονάχη ένα βράδυ

και το μυαλό μου γύρευε

εσένανε για έρωτα και χάδι.

Κοιτάζοντας στην θάλασσα

έβλεπα την μορφή σου

κι όμως, με ταρακούνησε

η γλυκιά και ζεστή αναπνοή σου.

Ένιωθα να’ σαι πλάι μου,

να με’ χεις αγκαλιά,

ίσως γιατί περίμενα

…να νιώσω τρυφερά!!!

 

Νοσταλγία

Στο κρεβάτι που πόνου

μονάχη ένα βράδυ

πως θα ‘ ήθελα να’ χα

το δικό σου το χάδι.

Νοσταλγία με πιάνει,

απ’ τον πόθο τρομάζω

και με πόνο μεγάλο

το όνομά σου φωνάζω.

 

8.Αντώνις Συμιγδαλάς

 

Χρόνια και χρόνια

 

Ναι! Χρόνια και χρόνια,

 μέσα στους άγριους χειμώνες,

τα ζεστά καλοκαίρια,

μέσα στις ολάνθιστες άνοιξες

και τα κίτριναπράσινα φθινόπωρα,

είναι αλήθεια, ότι σε περίμενα,

για να μου  φέρεις

ο’, τι είχα ξεχάσει στο πέρασμά μου

ποτέ δεν έγινα λιποτάχτης της αγάπης,

μα κι ούτε από του έννου μου

δεν υπήρξα πλασμένος δειλός.

Περίμενα όλα αυτά τα  χρόνια το φως,

ναι, το φως της αγάπης σου, αγάπη μου. 

 

9. Σοφία Τομαρά

Τι κρίμα

 

Πήρε την μορφή του Χαρταετού.

Χωρίς ζύγια και ουρά,

ανέβηκε στα  αστερία.

 Έπαιξε, μια την συννεφιά,

 και βούτηξε στο κύμα.

              Τι κρίμα!

Δεν έμαθα ποτέ τι είδε!

Δεν άκουσα τις ιστορίες της ζωής του.

Χαμένος, μονάχος, χωρίς πυξίδα έτρεχε.

Το φως αναζητούσε, μια, όμως, προσπερνούσε.

                Τι κρίμα! 

Αγάπη τον λέγανε θαρρώ, ή κάνω λάθος;

Χώθηκε μέσα στην καταχνιά,

και  φίλησε το χώμα.

Κρυώνοντας αγκάλιασε, Θεριά, λαχταριστά.

                Τι κρίμα!!

Ξεγύμνωσε την Παρθενιά,

αγνών συναισθημάτων.

Μαστίγωσε  σαν θύελλα, τον κόσμο της αγάπης.

Χλευάζοντας, απόρριψε,

το θαύμα, των θαυμάτων.

Αγάπη, τον έλεγαν θαρρώ, ή κάνω λάθος.

 

10. Ρουλα  Δημητροκαλη

 

Πληγές

σε κίνησες γαλάζιες

Βολές σε κύματα του νου ιδανικά

Ρωγμές

σε θύμησες κι αισθήματα

απώτερα

Ανάστροφες

σε σήμαντρα αρκούντως

ξεχασμένα

Δομές

σε υπάρξεις χαμένες, στωικές.

Νομές 

σε καλούπια και κορμιά

βυζαντινένια

Επιστροφές

σε μορφές Αθωνικές

πλαστικές, αρχικές και

ελπιδοφόρες.

 

11. Ευδοκια Μουλιανακη

 

12. Πότης Κατράκης

 

   Κυπριοπούλα

 

   Κυπριοπούλα μου γλυκιά

με τα σγουρά μαλλιά σου

τη λυγερή κορμοστασιά

την μαύρη την ελιά σου.

Στην Κύπρο θα’ ρθω να σε βρω

γλυκιά μου ορφανεμένη

και ως τότε η Κύπρο μας

να είναι ενωμένη.

Να περπατάμε λεύτερα στη Μόρφου,

στην Κερύνεια να πίνουμε κρύο νερό

στα όμορφα Δερίνια.

Στη Λεμεσό με τον καιρό

θα χτίσουμε το σπίτι

να βλέπουμε στα κύματα

γυμνή την Αφροδίτη.

Παιδί της είσαι σίγουρα

το δείχνει το κορμί σου.

Το δείχνουνε τα μάτια σου

η θεϊκή μορφή σου.

 

13. Νίκος Κοτζίκας

 

Είδαμε

 

Είδαμε

τον κύκλο της Ζωής μας

χαρούμενο με πράσινο χρώμα

και βαδίσαμε.

Είδαμε 

τον ήλιο με χρυσαφένιο

χαμόγελο

 και τραγουδήσαμε

την αγάπη.

Είδαμε  τ’ αδέλφι μας

 αδικοσκοτωμένο

κι ορκιστήκαμε

κατάρα και φωτιά.

 

14.Ντίνα Κορδονώνη

 

Νανούρισμα

 

Κοιμήσου αγγελούδι μου

κι εγώ σε νανουρίζω

κι όλου του κόσμου

τα καλά σε σένα τα χαρίζω.

Νάνι- Νάνι το μωρό μου,

 το χρυσό το ακριβό μου.

Την δύση την ανατολή

και το λαμπρό φεγγάρι

την κοπελίτσα την ξανθή

που ταίρι θα σε πάρει.

Νάνι - νάνι το μωρό μου

το χρυσό, το ακριβό μου.

 

15.Ρέα Ζόγκαρη- Καπορδέλη

 

Οπτασία

Οπτασία γλυκιά

που ‘χεις φύγει μακριά μου

να’ ήταν πάλι ξανά,

να γυρνούσες   κοντά μου.

Για ν’ ακούσω σιγανά

τα γλυκά σου λογάκια

που σταλάζουν απαλά,

 στης ψυχής τα δρομάκια.

 

Ανάσταση

 

Χριστός Ανέστη!

Αγάπης μήνυμα

εχθροί να σμίξουν.

 Χριστός Ανέστη!

 Γευθείτε όλοι

Θέση το έδεσμα.

Χριστός Ανέστη!

Νικήθηκες θάνατε,

ψυχές αγάλλονται.

Χριστός Ανέστη εντός μου!

16. Evi Papadima

 

Oh, you fellow creature

 How can you stop the rivules of despair

that stream from the utopia of your eyes.

How can you cash the counterfeit coin of logic

within the tide of war

that contimually sweep it…

How can you tell apart

the difficult to be focund resound

of peace

 within the constans tears of children

and the chocked voices of the hungry…

How can  you accept the facetions verses

of civilization the calling of which leads yoy to

 inhumanitdty….

Howwcan you harvest love

when the thrice- blessed olive- groves

are full of Lenaea Hydras of our

degeneration…

How can you  impetuously shout

« Mother ! lOve ! Pace ! »

when your brocen voice

is ingloriously dispersed all over the

frozen roads of our planet that dies little by  little

 because of our tribulations…

Oh, you fellow creature, look at life

it’s a beautifully made all of gold life !

 

17. Ευάνγγελος Κωτσίυ

 

Εύλογες απορίες

Εύλογες απορίες κοντοζυγώνουν

και σου αναστατώνουν την απορημένη

γαλήνη, που και αυτή ακόμη

έμοιαζε αποξενωμένη από την ίδια τη στιγμή.

Αντιλογίες πνευματική πρόκλησης και πρόκλησης,

ορθώνουν το παράστημα τους και εξαλείφουν

το βεβαρημένο παρελθόν της ήδη τεταμένης

κατάστασης, που ανάερα σε αποχαιρέτησε

από έναν άνισο και άνομο αγώνα ζωής,

μα όχι και θανάτου.

 

18. Θεοδώρα Ηλιοπούλου- Κουφοπούλου

 

Φυλακτό

Κι αν το χάδι σου

δεν στεγνώνει το δάκρυ μου,

κι αν το φιλί σου πια

δεν γιατρεύει της πληγές μου,

κι αν λείπεις στην χαρά μου,

στην θλίψη μου είσαι παρηγοριά μου.

Τα σοφά τα λόγια σου βακτηρία μου

στους βραχόσπαρτους δρόμους,

η εικόνα σου η ολόλαμπρη,

 προσκύνημα και φυλαχτό μου

Μητέρα.

Τα σύννεφα δεν σβήνουν τον Ήλιο.

 

 

19. Denis Koulentianos

 

Εsemseble

Toi tu desirais la lumiere

Et moi j’avais  peur de l’obscuritč.

Mais quand l'amour

Comenca entre nous

Ni l’bobscurite ni la lumierč

N’existaint plus.

Maintenant nous allons esemble

Saluant le soleil

Saluant la lune

Saluant les gens

aux yeux bleus.

Aujourd’ hui, tu sais.

Nous avons tous des yeux bleus.

C’est, dit-on, parche que

Ils voienint trop la mer... 

 

20. George Tzinellis

My Life

Sun,  you give the  life

and air that I breathe

and you, sweet mother Earth

that I live on you.

I passed and I lived

 my  life a song, lik this,

I want the other people

 to remember me when I died.

 I lived everyone

 bu I met the pain.

 I had pure feelings

and I don’t regret about it.

I felt heartache and love

from the bottom of my heart.

I’ love the truth

in my life wherever I go.

Translated by Zacharoula Gaitanaki

 

Χρυσούλλα Βαρβερή - Βαρρά

 

Ολυμπιονίκες

Δακρυσμένη χαρά

με Ολύμπιες Νίκες

από Βούλα και Πυρρό

κάθε χώρα χρήση

προχωρεί και ανθεί

με της δόξας το μύρο.

Θέληση δυνατή,

του μυαλού η γραμμή

κατευθύνει το σώμα.

Και σε « μια στιγμή»

με της δάφνης κλαρί

σε δοξάζει το γιόμα!

Τα κορμιά νικητές,

των Πατρίδων ψυχές,

σε τρανό Μαραθώνιο.

Μα το πνεύμα πονά,

για πάντα κερνά

στους  «Σωκράτες» το κώνειο.

 

ΤΟ ΓΚΥ

 

 Μύυρτώ Τσαούση.......

 

Νυχτώνει! Βράδυ, παραμονή Πρωτοχρονιάς! Στα χέρια μου, η κάρτ- πόσταλ, μιας αλησμόνητης πατρίδας!  Αναπολώ, πονώ και… γράφω! Το γκυ που στολίζει τ’ ανώφλι της πόρτας μας, γερμένο ανάλαφρα στον άσπρο τοίχο, περιμένει καρτερικά τον ερχομό σου! Ακούει τον ηχώ των βημάτων σου να πλησιάζει, την ώρα ακριβώς, που το ρόλοι, σήμανε μεσάνυχτα!

«Καλώς μου το» ακουστικά να λέει μια γυναικεία φωνή- αυτής- της μεσόκοπης κυράς, που αλαφιασμένη ξεπρόβαλε, στο άνοιγμα… της ξώθυρας!

«Καλώς μου το» ξαναείπε. «Έλα-έλα, πέρασε στο σπίτι, καρδιά μου! Την είδα ν’ ανεβαίνει την ξύλινη σκάλα, κρατώντας με τα’ αριστερό της χέρι, τη κουπαστή. Κα με το δεξί, να σου κάνει σίαλο, στο να την ακολουθήσεις! Φθάνοντας στο τελευταίο σκαλί, γύρισε και σου’ ρίξε ένα βλέμμα αναζήτησης και σιγουριά συνάμα… να βεβαιωθεί, πως ήμουν, μαζί της!

 «Εδώ, είπε, γιε  μου! Να’ μαστε καλά, κάτσε να σε φιλέψω!»

Του τράβηξε τη καρεκλά να κάτσει, και τον τράταρε Φοινίκη  (μελομακάρονο σμυρναίικο) και διπλές!

«Ένας χρόνος στη πλάτη, παιδί μου! Να…δε το βάζω κάτω! Ο ερχομός σου, με ξανανιώνει!

Κι αρκέστηκε να φτιάχνει το σάλι της και τα μαλλιά της… μπας και της βρει κανένα ψεγάδι. Κι’ εκείνος,.......... την έβλεπε να παίρνει, ένα ροδί απ’ την γυάλινη φρουτιέρα, να το ζυγίζει για λίγο μέσα στη φούχτα της… κι ύστερα να πω πέτο καταγής, λέγοντας: «Καλί, χρόνο, ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος!

Γύρισα το βλέμμα προς τ’ ανοιχτό παράθυρο. Το φεγγάρι έριχνε, το φως στον ουρανό, στο δωμάτιο! Και το γκέι που στολίζει το ανώφλι της πόρτας μας, έσκυψε γλυκά και φίλησε – τον Νέο χρόνο!

31.12.1995  Βραβευμενο σε διαγωνισμό του ΚΕΛΑΙΝΩ. 

 

 

Introduktion

 

“To transport poetry with words from a foreign language to yours is , I believe, like to fry to transport a physical landscape from a country to another one and to  wand to inoculate into new environment. And if you succeed, shortly, other air will come down from the mountains and the sea. Except, if you don’t take the mountains and the sea but the idea of things and the feeling of the natural landscape which shocked you. Here it  why the poetry can’t be translated but it is rewrite in the glances of poets”.

Panagiota Cristopoulou – Zaloni Peace…I am afraid

 

«Να μεταφράσεις ποίηση με τις λέξεις από μια  ξένη γλώσσα στη δική σου είναι, νομίζω, σαν να επιχειρείς, να μεταγράφεις ένα φυσικό τοπίο από μια χώρα σε άλλη και να θες να το ενοφθαλμίσεις μες στο νέο του περίγυρο. Κι αν τα κατορθώσεις, σε λίγο, άλλος αέρας θα κατεβαίνει απ’ τα βουνά και την θάλασσα. Εκτός εάν δεν πάρεις τα βουνά και τη θάλασσα, αλλά την ιδέα των πραγμάτων και την αίσθηση του φυσικού τοπίου που σε συγκίνησε. Να γιατί η ποίηση δεν μεταφράζεται αλλά… ξαναγράφεται στα  βλέμματα των ποιητών».

                         Παναγιώτα Χριστοπούλου- Ζαλώνει

                      «ΕΙΡΗΝΗ… Φοβάμαι…», ποιήματα  «ξάστερον»

 

 

 

 ΠΕΤΡΟ   ΝΤΟΥΝΤΙ

 

 

 

     ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

                      ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ

    ΜΕ ΤΟ ΝΟΥ

 

 

 

 

                                       

                                          ΠΟΙΗΣΗ

 

 

 

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ  ΣΥΛΛΟΓΟΣ

   “ΠΗΓΑΣΟΣ’’

ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟ

 

                       

 

 

 

 

    ΠΕΤΡΟ  ΝΤΟΥNΤΙ

 

           

‘’ ΔΕΝ  ΞΕΡΕΙ  Ο

                        ΑΝΘΡΩΠΟΣ  ΤΙ  ΝΑ 

                        ΚΑΝΕΙ  ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΥ ‘’

 

                 

                  ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:    ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ  ΣΙΑΜΠΑΝΙΣ

            ΜΕTΑΦΡΑΣΤΗΣ:    ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΑΤΖΩΝΗΣ

                      ΕΞΩΦΙΛΛΟ:   ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ  ΒΡΕΤΟΣ

 

                ΚΟΜΠΙΟΥΤΕΡ:    ΑΛΜΠΕΡΤ  ΛΕΝΪΑ

                                               I.A.G. COMPUTER

                                               FILIALI GJIROKASTER

                                                  ALBANIA

                                              Tel&Fax: 00355.726.4982

 

 

 

           

 

 

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ  ΣΥΛΛΟΓΟΣ

   ΠΗΓΑΣΟΣ’’

                                 ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟ

 

                     COPYRIGHT ©  PETRO  DUDI

                                          1999

 

           

                               ΟΠΤΑΣΙΑ

 

 

Εκεķθε , στην  άλλη την πλευρį ,

        σε μια κορφή,

                 της  υδρογεķου , καθιστά.

Λες να’ναι  καταχνιά

                 που ξεθωριάζει ;

Ένας  βράχος

                 αιώνια νυσταγμένος ,

Ένα φάντασμα   ή μια σκιά,

                 ή απλά μια οπτασķα ;

Τι νά‘ναι  τάχα εκεķ αντķπερα

                 κεķνο το γκρķζο  óραμα ,

Άνθρωπος  εķναι τάχατες

       που σαν κασκέτο

                 κρατά την κεφαλή του ;

Βαραķνει του ο λογισμóς

       που με τα δυο του χέρια

                             τον κρατά ;

Παράξενο εķναι

       πóτε  πóτε ,

                 σαν  προσωπķδα φαķνεται .

     Βυζασταρούδι  μοιάζει

       που ζητά να το ταίσουν ,

Δεν είναι δυνατό

       να είναι ένα κρανίο

Μάτια και κρέας έχει

       κι  άγνωστο τι σκέφτεται .

Και πώς μπορεί για να σκεφτεί

μια ξεριζωμένη κεφαλή ;

                                    3

 

 

 

                          Μια στάλα αίμα

       απ’αυτή

                 δεν πέφτει .

 

                          Όραμα ακέφαλο

                                    σκυμμένο

                                                πάνω στο κεφάλι του .

 

 

 

                                    *  *  *

 

 

       ΛΥΚΟΦΩΣ

 

 

Πέρα απ’την άκρη της κορφής

            κι ακόμα πιο μακριά

                          το μάτι όσο φτάνει .

Εκεί μακριά . . . .

       ξαπλώνεται αχανές το σούρουπο ,

Εκείθε το ταξίδι άρχισε

       και  δρόμο πήρε η αναταραχή .

Απορούσε με τον εαυτόν του

       κι ο κόσμος τον εξάφνιαζε

Τα ζώα τον φοβόντουσαν

       απ’τα  ζώα την κεφαλή του φύλλαγε .

Πέρα στην  άλλη τη μεριά,

       η τόλμη κάνει τα πρώτα  βήματα .

Σαν  παιδάκι , που απ’το χέρι

       το κρατούν

                          το αίνιγμα κι η ελπίδα .

Τότε ,

        στην εξουσία

       η αχορτασιά δεν είχε πάρει

                                    το  δρόμο για τ’αψήλου.

                                   

      

                                    4

 

 

Πίσω , ο φόβος κατά πόδας ,

                 προστά η περιέργεια ψύλλιζε .

Σιγά  σιγά , δισταχτικά ,

                                    ξεπέρασε τα ίδια σύνορά του .

Όταν ο εαυτός του

                                    του φαίνονταν μεγάλος

                                                όσο  ένα τίποτα ,

Έχουν τελειωμό τ’απόκρυφα

               κόκκοι  άμμου στην έρημο .

Κι η ζωή , τι είναι

               μόλις προβάλλει

                           απρόσμενα μουχρώνει .

Γι αυτό

               απαίδευτος και φοβισμένος

                           είδωλο έστησε ,

Μια ανυπαρξία λυτρωτής

                           μια πέτρα . . . η ένα τίποτε .

 

 

 

 

*  *  *

 

 

ΜΕΘΗ

 

Τεμενά  κάνουν στο φεγγάρι,

               στον αλτρουίστα  ήλιο.

Οι φυλές  που σ’είδωλα  πιστεύουν

               του αρχαίου στοχασμού.

Σαν οι ρουκέτες  κυνηγούν

               στον αχανή  ωκεανό  τ’ουρανού,

Κι  ο  σύγχρονος  άνθρωπος,

               παραδίνεται σε κάθε εφεύρημα.

Τσαλαπατάει  την  ψυχή,

               η την ψυχή τη  διώχνει,  έξω.

Ιδού  οι  φυλές ,  σχεδόν  γυμνές ,

                       στης  φύσης  τα  ντίσκο,

Να κι  ο  πολιτισμένος , ολόγυμνος ,

                             5

σ’όργια  στα καμπαρέ’και στις 

                                       ταβέρνες.

Ο  κόσμος  όμως:…

               ο  κόσμος  τι να κανει; …

Με ένα  κράνιο  πρέπει  να  πιούμε

                        και μεθυσμένους; Οχι;

Η  τύχη,  λες ,  να  θέλει  παρακάλια,

                        μάγισα  είν’αυτή αόρατη,

Που τα κλειδιά  των  μυστικών

                        πάντα  μας  τα κρατάει  λάθρα;

Βαρέλι  με  ποτά  να γίνει  η  οικουμένη,

Γιατί  κι  ο  τρελός

                        στο  μεθυσμένο  ανοίγει  δρόμο.

Να πιούμε , ντρόγκα  να πάρουμε,

                                    ν’ανάψουμε,

                                    και  πάλι  να  πιούμε;! …

 

 

*  *  *

                 

Ι  Ν  Δ  Α  Λ  Μ  Α

 

Εχ!   Προμηθέα,  Προμηθέα,

Ποιά  φλογερή   επιθυμία

                        σε  πρόσταξε  να  κλέψεις  τη  φωτιά;

Ποιά  οργή  παράφορη

                        σού  ‘γινε  τιμωρός;

Και  ‘συ,  Δία,

                        πανίσχυρε  κι  αόρατε,

Έναν  κόσμο  μυθολογικό  και  μια  ζωή

                                                εξουσίασες ,

Μια  φανταξιά  μυθολογική

                                                σ’έπλασε.

Ο  θρόνος  σου,  ο  Όλυμπος ,

                         και  χωρίς  εσένα,

                                    στέκεται  αγέρωχος.    

 

                                               

 6

Ένα  βουνό

               βυθισμένος ,  λες ,  σε  θύμισες  βαθιές ,

Απορεί  η  πλάθει  όνειρα;

                                    μονάχα  μια  σιγή  βασιλεύει.

 

 

Κι  εσείς  θεότητες  αρχαίες

                                      του  αρχαίου  στοχασμού.

Που  έχετε  το  θρόνο,  τους άθλους  και  τη  δόξα;

Γέννημα

              της  αναμένης  φαντασίας  και  περίεργης.

Που  ως  το  μεδούλι  του  μηστηρίου

                                                  νόμισε  πως  μπήκε.

Χάθηκε  όμως  στο  χρόνο 

                                      χωρίς  πνοή,

                                                  χωρίς  πρόσωπο.

 

                                    *  *  *

 

ΚΑΤΑΧΝΙΑ

 

Οι φιλόσοφοι , όλοι

                                    νέοι και αρχαίοι .

Το δίχτυ των ερωτηματικών

                                    συνεχίζουν να  ξεπλέκουν .

Το γένι τους μόνο

ξεπέρασε τις εκατό οργιές .

Όχι εκατοντάδες οργιές ,

                        αλλά τραβά σε μάκρος σαν η καταχνιά .

Εγώ

                        κομήτης είμουν

                                    εδώ κι έξι εκατομμύρια χρόνια

                                                                        πρίν.

Σκυλιάζω

                        τίποτα δε θυμάμαι ,

                                                τίποτα στ’αλήθεια .

                                        

 

  7

 

Μα έξι δισεκατομμύριο χρόνια ;

Λίγο θυμάμαι ,

                    αν δε δω τη μεγάλη φωτιά ,

Φωτιά,  που οι σπίθες

                   σήμερα ανάβουν φαντασίες ,

΄Οταν η σκέψη το γένι μεγαλώνει ,

                   κάνει κι ανακαλύπτει θαύματα .

 

 

                               *  *  * 

 

 

 

ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ

 

 

Κόκκινο τριαντάφυλλο ,

                               εσύ που ποτέ δεν κιτρινίζεις .

Εσύ , που απ’την καρδιά σου ξεσπάει

                                           μια γαλανάδα φλογερή .

Ο άγριος νους

                               ενέδρα σου ‘στήσε και σε θανάτωσε ,

Το αναμμένο αίμα

                               σ’άλλαξε .

Και ‘συ ψυχή , τι θα κάνεις

                                           με το νου .

                                                       με το αίμα ,

Σ’ αυτή τη σπάνια ύπαρξη

                               την εξουσία  ποιος την έχει ;

Και ‘συ ψυχή σαν δεν ακούγεσαι

                               καλό να σου’ ρθει ,

Ο νους σαν σκοτινιάζει ,

                               πιάνει και σκυλιάζει ο διάβολος .

Κι η γνώμη τι δεν αλέθει ,

                               οχ ! πόσες αναποδιές ,

 

 

                                        8

 

Ύστερα

                        διατάζει το αίμα ,

                                    και το άιμα τ’άκρα .

Τ’άκρα ,

                        μπήγουν τα νύχια για να δαγκώσουν ,

 

Τό αίμα του θύματος

                                    είναι κρασί για τους βαμπίρους .

Τι ομορφιά έχει ο ανθόκηπος

                                    χωρίς το τριαντάφυλλο . . .

Κι η ομορφιά του δέντρου πού ‘ναι

                                    χωρίς φωλιά πουλιών ,

Το δάσος τάχα , έχει  ομορφιά

                                    χωρίς τ’αηδόνι .

Χωρίς αγάπη και ζωή ,

                                    μπορείς τάχα να ζήσεις ;

Και το τριαντάφυλλο

                        το κόβουν , το πετούν και το πατούν .

Στη φωλιά των πουλιών

                                    το φίδι ανεβαίνει

                                                απόγονος θανάτου .

Και τ’ αηδόνι

                        στο κλουβί το κλείνουν το καημένο ,

Ύπουλη σκέψη

                        την αγάπη ζητά να θανατώσει .

 

                       

                          *  *  *

                                     

 

 ΚΡΑΥΓΗ

 

 

Με  φώναξες , πουλάκι μου ,

                                    μπουμπούκι της ζωής ,

Εσύ

                        που ακόμα τον κόσμο δεν  γνωρίζεις ,

                                               9

Μ’αυτό το χαμόγελο-γαλάζιος ουρανός .

Θα χτίσεις μ’όνειρα

                             πόσα και πόσα κάστρα ,

Για σένα , περιστέρι μου ,

                             έχει ποιος να νοιάζεται .

Τα φιλμ γεμάτα  τέρατα

                             σπηλιές οπού καγχάζουν .

Η νύχτα,  ένας γιγάντιος κόρακας

                             που σε τρομάζει με γαμφώνυχα .

Εσύ,  όμως μεγάλωνε , πουλάκι μου

                             να μεγαλώνεις μόνο .

Μεγάλωνε , ψυχούλα μου ,

                             κι ούτε να μεγαλώνεις δε σ’αφήνουν ;

Αυτός ποιος ήταν

                             με πρόσωπο μαυρίλα ,

Στα  χείλη τη φωνή σου πάγωσε

                             τον τρόμο στα μάτια ;

Ποιος ήταν αυτός που σού  ΄βαλε δρεπάνι

                             εσένα , αρνάκι μου ,

Άνθρωπος  να’ταν  τάχα ;! . . .

                             ποιος  ήταν αυτός ; ! . . .

Κουράστηκες , καρδιά μου ,

                             εσύ , ω ! άγγελε της γης .

Τα κατακόκκινα  αστέρια

                             αδιάκοπα για τ’άστρι κλαίνε .

Στο ληστή , σαν ο ληστής ,

                             του καιρού ντροπή και συφορά .

Στο κοιμητήρι των νεκροκεφαλών

                             τον βολεύει το έγκλημα μονάχα .

 

                             * * *

                

ΑΒΛΕΨΙΑ

 

Σε μια οπτασία

                 μια φορά

                             και τι δεν είδα .

 

                                     

10

 

 

 

 

Δύσκολο στον κόσμο

                        να συναντήσεις τέτοιο θάυμα .

Σα χάντρες σκορπισμένες τ’άστρα ,

                        Μετεορίτες και κομήτες

                                    κοντά – κοντά,

Τα διαμάντια της θάλασσας

                        εκεί τα’χα .

Τα ζώα όλα , τα πουλιά ,

                        τα δέντρα  , τα  βουνά ,

Εμένα , στον  άνθρωπο ,

                        με σεβασμό μου κλίναν το κεφάλι .

Είχα ένα φόρτο

                        με πόθους και μ’έγνοιες .

Αναζητούσα κάποιον σαν εμένα ,

                                    άνθρωπο ζητούσα

Και να , τον βρήκα σ’ένα πέρασμα

                                    οχ , πόση ήταν η χαρά μου !

Πέταξα ,

                        γιατ’ ένιωθα σαν έρημος ,

Σαν κάναμε όμως ,κομμάτι δρόμο

                                    μου πε κάπως ανήσυχα ;

Όλα τά  χουμε

                        ποιός όμως θα γίνει αφέντης ;

Για καύγα ,

                        τουλάχιστον

                                    πρέπει  να’ναι  κι  ένας  τρίτος.

Άφαντι  μού  γίνε  σαν  μια σκιά

                                                εν  ριπή  οφθαλμού,

Και  ξάφνου,  μπροστά  μου,

                                    μια  γαζέλα  ξεπήδησε.

Μου  ξαναγύρισε  η  χαρά  μου,

                                    γίναμε  πλέον  δύο.

 

 

 

Κι  αυτή,  τα  μάτια,  την  καρδιά,

                                    οχ!  την καρδιά,

                                    δεν  ξέρω  πως  την  έκλεψε.

 

                                              11

 

Πουλιά  και  δάσος  και  βουνό,

                                  ξεθεωμένα  αφτιάζονταν!

Μιλούσε  σαν  να  τραγουδούσε  εκείνη,

                                              η  ωραία  φιλενάδα.

Πέξαμε  και  γελάσαμε,

                                  κι  είπιαμε  στο  χρόνο:

                                              κύλαε  όσο  θέλεις.

Εχ!  τι  ευτυχία

                                  σαν  τά  ‘χεις  ολα

                                      και δεν έχεις  γιατί  να  υποφέρεις.

Και  μια  φορά  η  βασίλισσα

                                  πικράθηκε,  αρρόστησε,

                                                          άστα-άστα.

Κι  είπε,  δεν  έχουμε  συντρόφους  και συντρόφισσες

ζήλιες,  μπερδέματα  να σκαρώσουμε,

Να κάνουμε και κάποια  φασαρία,

          Απ’τα  μαλλιά  ν’αρπαχτούμε

                                  και  να  λογομαχήσουμε,

           Κι  αυτή  η  ροή  των  πραγμάτων

σε κάνουν  ασπρομάλλη,  δεν  έχει  νόιμα..

Χώρις  των  κυμάτων  τ’άφρισμα.

Σαν  η  πριγκήπισσα  ήρθε 

                                  μου’ φυγε  χωρίς  να  καταλάβω,

Μ’έναν  πόθο  και  μια έγνοια

                                  έφευγα  κι  εγώ.

Έφευγα,

                      που  έφευγα  δεν  ήξερα,

                                              ασυλλόγιστα…

                                                  γεμάτος  σκέψεις…

 

 

*  *  * 

   

 

 

                       

 

                                     12

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΙΑ  ΝΕΚΡΟΚΕΦΑΛΗ

 

 

Με  κάπιους  ταξιδιώτες ,

                        του  δάσους  το  πυκνό  σκοτάδι  έσχιζα.

Μια  αφέγγαρη  νύχτα,

                        που  μονοπάτι  πουθενά  δε βρίσκαμε.

Ξάφνου,

                        άρχισε να βροντάει,

                                    σταθήκαμε τρομαγμένοι,

Το  βουνό  αγρίεψε,

                        είπαμε,

                        και  κατρακυλά  χιονοστιβάδες.

Γυρίσαμε τα μάτια  μας  φοβισμένοι,

                                    προς  τα  κάτω,

                                                σ’ένα  φαράγγι,

Μα, δεν  ήταν  λίμνη,

                                    έλαμπε  ένα γυάλινο  μάτι.

Αμέτρητοι  σκελετοί

                                    που κρατούσαν  στη  ράχη,

Ένα  γιγάντιο  καζάνι

                                    οπού καιγόταν  και καιγόταν,

Νεκροκεφαλές,

                        με μια  φλόγα  κρύα  και  πράσινη,

Τα  βογγητά,  είπαμε,

                                    τάχα  πούθε  να’ρχονται;

Οι  νεκροκεφαλές  κι  οι  σκελετοί,

                                    η  όλα  μαζί  βογγάνε;

Ύστερα,

                        κάπως  αγάλια  έκλεισε  το μάτι.

Και  φαινόνταν  πως  έμεινε

                                    μόνο  μια  στάλα  δάκρυ.

Το  δάκρυ  πέτρα  έγινε,  έγινε  βράχος.

Οχ!   Όχι,  δεν  θέλω,

                        τη  νύχτα αυτή  δε θέλω  να θυμάμαι.

Με σφάζει  ως  τα  κόκκαλα,

                        ο  πόνος  σφίγγει  την  καρδιά  μου.

 

 

 

            Στρόβιλος είναι

                        η βαθιά κοίτη ποταμού ;

            Ποιός ξηγάει το νόημα

                        του κόμβου που πλέκεται η ζωή ;

            Αρχαία σύγχυση

                        σαν όνειρο σε ύπνο .

            Δώθε τραβάει το αίνιγμα ,

                        κείθε τραβάει το κρυφό .

            Και στη ζωή το καθετί

                        για τη ζωή έχει σκοπό.

            Μα κι όλη η ζωή μοιάζει

                        ένα τραυλό αναστέναγμα .

            Και τούτο το σύντομ’ όνειρο

                        πρέπει να’χει  νόημα ,

            και μετά απ’ το ξύπνυμα

                        πρέπει να’ χει ένα  Αύριο . ?

 

 

                                    *  *  *  

 

 

 

 

  

 

16

ΔΕΛΕΑΡ

 

           

            Το δρόμο , τον ερημικό

                                    καμιά φορά , συνέχιζα

            Με μερικούς συντρόφους καθισμένοι

                                    στρώσαμε την κουβέντα .

            Η νύχτα , ήταν  ήσυχη ,

                                    μια νύχτα σαν καλοκαίρι ,

            Τ’αστέρια ,

                                    τα βιβλία της μοίρας

                                                έκλειναν ταξιδέυοντας .

            Να  πέρα εκεί ,

                                    είπε ένας ,

να ένα διάβα λαμπερό

            Τον βλέπεται τον ταξιδιώτη ;

                                    να εκεί μια σιλουέτα .

            Στο πέρασμα

                                    φαίνεται πως κατέβηκε έν ‘αστέρι

            Μ’ελπίδα και μ’υπομονή

                                    τον ταξιδιώτη περιμένει .

            Ο δρόμος  όμως μάκραινε

                                    κι οι εποχές αλλάζαν συνεχώς ,

            Αυτό

                                    χείμαρρους και κατωφεριές ,

                                                βουνά και θάλασσες θα διάβαινε

            Μέσα  σε  πείνα και σκοτάδι

                                    που άγνωστο τι κρύβει ,

            ένα λυχνάρι εμπιστοσύνης .

                                    πήρε  μαζί  του.

            Κι’ αν θα  ξεπερνούσε

                                    αύτο το είδος κόλασης

            Μπροστά του θα’χε

                                    μια θαυμάσια θέα .

            Λιβάδια και κορίτσια ,

                                    ταβέρνες στο χείλος του δρόμου

 

 

                                   17

Η πηγή της  λησμονιάς

                        ξεχείλιζε λαγάρη .

Αν στην ταβέρνα θέλεις μπει

                        θα’ βγεις τάχα στα λογικά σου ;

Στις διασκεδάσεις αν θα πας

                        τόσο όσο λες κουράστηκα ;

Αν στο μυστήριο θέλεις μπει

                        θα’ βγεις τάχα απ’αυτή την πόρτα ;

Ως το λαμπερό το διάβα

                        τάχα το υπόσχεται ο καιρός ;

Κι εμείς ,

                        όλοι μαζί είπαμε ,

                                    εμείς τι θα κάνουμε ;

Εκείνο το διάβα , μας τραβά,

                        τ’αστέρι εκείνο , εμάς πειμένει .

Το σούρουπο της νύχτας

                        έφτανε στο τέλος ,

Η θολούρα του νου

                        σαν να μεγάλωνε , που να πάρει .

 

 

                        *  *  * 

 

Υπάρχει ένα βιβλίο

                        που το’χουν γράψει οι προφήτες  ,

Κι είπε ο προφήτης :

                        <<Ποιός είναι σαν ο Θεός ; >>

Όποιος τον άκουσε

                        ως τη γη έκλεινε την κεφαλή του ,

Μετανοιωμένος για τη σκέψη

                        που’κανε , στα χαμένα .

            Κι η ζήλιες  πάντοτε

                        τα μάτια τυφλώνουν

Ακούραστες

                        ανάλαφρα και μαλακά φιθυρίζουν :

Και τι έχασες σαν  προσεύχεσαι

στα κουτουρού ορκίσου ,

Στον κόσμο , ούτε είχε ,

                        ούτε έχει νόμους για τον υποκριτή .

                                    18

Έτσι κι  εσύ

                                    δίπλα είσαι εξασφαλισμένος ,

Και ποιός  κοιτάζει την ψυχή

                                    τι έχει μέστα βάθη της .

Να ζεις

                      θα πει ,

                                    να καταστρέφεις για να

                                                κερδίσεις

Να κερδίσεις ,

                      θα πει ,

                                    ξανά να καταστρέφεις . . .

 

 

 

                                                *  *  *        

 

 

 ΦΡΟΝΙΜΑΔΑ

 

 

Καλότυχος ποιός διακρίνει τα σημάδια

                 του αόρατου  κόσμου ,

Ποιος ξέρει πως η μοίρα

                 είναι στα χέρια  κάποιου ,

Στο νου , ποιος είπε , στάσου

                 κατά πού πας με τόσο θόρυβο ,

Σαν οργισμένος χείμαρρος

                 που τα γόνατα χτυπά στις πέτρες .

 

                 *  *  *

 

Έχει σκάλα

                 για ν’ανέβεις

                             ως την καρδιά ,

Έχει σκάλα

                 για ν’ανέβεις

                             ωσ τον ουρανό ,

                             19

 

 

Έχει σκάλα

                        για ν’ανέβεις

                                    ως τη δόξα ,

Έχει σκάλα

                        για ν’ανέβεις

                                    ως το θρόνο ,

Éχει σκάλα

                        για να φτάσεις

                                    ως  τον πλούτο ,

Γκρεμούς και  κατηφόρες

                        έχει η αμυαλοσύνη

                                    για την άβυσσο .

Κομμάτια χίλια γίνεσαι

                        εκεί ,

                                    κάτω στο χαμό ,

Ούτε ένα χέρι δεν απλώνεται

 

βοήθεια , στο γκρεμό .

                        Τα βογγητό ,

                                                σβύνει στη στιγμή

                                                            δύσκολο ν’ανέβει πάνω .

                        Μονάχα  η λάσπη ,

                                                το μίσος

                                                            κι η σιγή . . . . .

                        Πάντοτε θα βαραίνουν .

 

 

 

                                                *  *  *    

 

 

 

 

 

 

 

            20

 

 

ΟΡΑΜΑ

 

 

 

Πάνω στην υδρόγειο

                        μια γκρίζα οπτασία είναι καθισμένη ,

Σαν ένα φάντασμα ή σα σκιά ,

                        ή απλώς ένα είδωλο .

Ένας βράχος

                        στην  αιώνια νύστα του .

Μια πυκνή αντάρα

                        στο ξεθώριασμα .

Όραμα ακέφαλο

                        σκυμμένο

                                    πάνω στο κεφάλι του .

 

 

 

                        *  *  *      

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                21

 

                                   

 

 

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

 

 

1.                                                                  Οπτασία………………………….  3

2.                                                                  Λυκόφως…………………………  4

3.                                                                  Μέθη…………………………….   5

4.                                                                  Ίνδαλμα………………………….  6

5.                                                                  Καταχνιά………………………...  7

6.                                                                  Τραυματισμός…………………… 8

7.                                                                  Κραυγή………………………….. 9

8.                                                                  Αβλεψία…………………………10

9.                                                                  Μια νεκροκεφαλή……………….13

10.                                                              Πειρασμός……………………….14

11.                                                              Δέλεαρ…………………………..17

12.                                                              Φρονιμάδα………………………19

13.                                                              Όραμα…………………………..20

 

 

 

 

 

*  *  

 

 

 

 

ΠΕΤΡΟ ΝΤΟΥΝΤΙ

 

 

ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ Ο ΑΝΘΡΟΠΩΣ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΤΟ ΝΟΥ

 

 

ΠΟΙΗΜΑ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ

 

 

-                                 Ο δρόμος ης τη καρδιά  (ποίηση)

-                                 Ο άτυχος που ζητάει τη τύχη (ποίημα στα αλβανικά, επανέκδοση στα αγγλικά)

-                                  Φως (ποίηση)

-                                 Ο ουρανός θαυμάζετε (ποίηση)

-                                 Ο άνθρωπος δεν ξέρει τι να κάνει με το νου  (ποίημα στα αλβανικά, επανέκδοση στα ελληνικά)   

-                                 Για να γίνει η Αλβανία (ποίημα)

-                                 Το αύριο είναι το μωρό  (ποίηση)

-                                 Αγάπη- Μυστήριο- Δολοπλοκία (ποίηση)

-                                 Η βασίλισσα Αργύριο (λιμπρέτα όπερας)  

-                                 Αποδημία σε ομίχλη (Νέο ρομάντζο)  

-                                 Το νησί της λαγνείας (διήγημα)  

-                                 Το σβήσιμο του μύθος (Φιλοσοφικό έργο –Πολιτικό)

-                                 Έργα (Αγγλικά- ποίηση, πρόζα, φρόνηση)

-                                 Συμφωνία Αεροδρόμια

-                                 Κολε Τιβαρι (Χαριτολογία)

-                                 Ο παράξενος

-                                 Ζωντανός βράχος ( εκλεγμένες ποιήσεις)